Statistics Explained

Στατιστικές για την εισοδηματική φτώχεια


Στοιχεία Μαΐου 2020.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Οκτώβριος 2021.


This Statistics Explained article has been archived on 10 June 2021, for updated data see Living conditions in Europe - income distribution and income inequality.


Ενδιαφέροντα σημεία

Το 2018 το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην ΕΕ-27 ήταν 16,8 %, δηλαδή παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο σε σχέση με το 2017 (16,9 %).

Το 2018, χάρη στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, το 8,2 % του πληθυσμού της ΕΕ-27 ξεπέρασε το όριο της φτώχειας.

Το 20 % του πληθυσμού με το υψηλότερο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ-27 το 2018 έλαβε 5,1 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20 % του πληθυσμού με το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα.

[[File:Income poverty statistics-interactive_SILC2020-EL.XLSX]]

Ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, 2018

Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι πρόσφατες στατιστικές σχετικά με τη νομισματική φτώχεια και τις εισοδηματικές ανισότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο βασίζονται συχνά στο κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), το οποίο παρουσιάζει, σε νομισματικούς όρους, ένα βασικό μέτρο του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας διαιρεμένο με τον αριθμό των ανθρώπων που ζουν εκεί, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του εθνικού πλούτου και της ευημερίας. Ωστόσο, αυτός ο βασικός δείκτης δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με την κατανομή του εισοδήματος στο εσωτερικό μιας χώρας και, επιπλέον, δεν παρέχει πληροφορίες για τους μη νομισματικούς παράγοντες που μπορεί να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό το επίπεδο ευημερίας ενός πληθυσμού.

Πλήρες άρθρο

Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) στην ΕΕ-27 αυξήθηκε μεταξύ του 2010 (έναρξη της χρονοσειράς) και του 2011, από 16,5 % σε 16,9 %. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε σχετικά σταθερό κατά τα επόμενα δύο έτη και παρουσίασε ουσιαστική αύξηση το 2014 φτάνοντας το 17,3 %. Μικρότερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν το 2015 και το 2016 (έως 0,1 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως). Το 2017 παρατηρήθηκε η πρώτη σημαντική μείωση όταν το ποσοστό αυτό έπεσε στο 16,9 %, ενώ το 2018 ακολούθησε μια ελαφρά ακόμη μείωση κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες. Ως εκ τούτου, τα τελευταία δύο έτη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ-27 επανήλθε σε επίπεδο παρόμοιο με εκείνο που είχε παρατηρηθεί μεταξύ του 2011 και του 2013.

Το ποσοστό για την ΕΕ-27, που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των εθνικών αποτελεσμάτων, αποκρύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ (βλ. σχήμα 1). Σε επτά κράτη μέλη, δηλαδή στη Ρουμανία (23,5 %), τη Λετονία (23,3 %), τη Λιθουανία (22,9 %), τη Βουλγαρία (22,0 %), την Εσθονία (21,9 %), την Ισπανία (21,5 %) και την Ιταλία (20,3 %), υπήρχε η εκτίμηση ότι το ένα πέμπτο ή και περισσότερο του πληθυσμού διέτρεχε κίνδυνο φτώχειας το 2018· το ίδιο συνέβαινε και στη Σερβία (24,3 %), το Μαυροβούνιο (23,6 %· στοιχεία του 2017), την Τουρκία (22,2 %· στοιχεία του 2017) και στη Βόρεια Μακεδονία (21,9 %). Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, τα χαμηλότερα ποσοστά ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας παρατηρήθηκαν στην Τσεχία (9,6 %), τη Φινλανδία (12,0 %) και τη Σλοβακία (12,2 %), ενώ η Ισλανδία (8,8 %· στοιχεία του 2016) αναφέρει ακόμη πιο χαμηλό ποσοστό πληθυσμού που διατρέχει κίνδυνο φτώχειας.

Σχήμα 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας και κατώτατο όριο, 2018
Πηγή: Eurostat (ilc_li01) και (ilc_li02)

Το όριο κινδύνου φτώχειας (το οποίο εμφανίζεται και στο σχήμα 1) καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Για λόγους συγκρίσεων μεταξύ των χωρών, συχνά εκφράζεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), ώστε να ληφθεί υπόψη το διαφορετικό κόστος διαβίωσης σε κάθε χώρα. Οι εισοδηματικές αξίες για το όριο αυτό παρουσίασαν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ το 2018, ξεκινώντας από τις 3 767ΜΑΔ στη Ρουμανία και φτάνοντας έως τις 13 923ΜΑΔ στην Αυστρία, ενώ το όριο στο Λουξεμβούργο (19 295ΜΑΔ) υπερέβη κατά πολύ την ανώτατη τιμή του φάσματος αυτού. Επίσης, το όριο της φτώχειας ήταν σχετικά χαμηλό στη Σερβία (3 136ΜΑΔ), τη Βόρεια Μακεδονία (3 298ΜΑΔ), το Μαυροβούνιο (3 906ΜΑΔ· στοιχεία του 2017) και την Τουρκία (3 916ΜΑΔ· στοιχεία του 2017) και σχετικά υψηλό στη Νορβηγία (15 780ΜΑΔ) και την Ελβετία (16 240ΜΑΔ).

Οι διάφοροι υποπληθυσμοί πλήττονται λιγότερο ή περισσότερο από τη νομισματική φτώχεια

Το 2018 υπήρχε μικρή διαφορά στο ποσοστό του κινδύνου φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις) μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ-27· τα πιο πρόσφατα ποσοστά για άτομα άνω των 16 ετών αντιστοιχούν στο 15,5 % για τους άνδρες σε σύγκριση με ένα ελαφρά υψηλότερο ποσοστό (17,2 %) για τις γυναίκες. Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι τρεις χώρες της ΕΖΕΣ που εμφανίζονται στο σχήμα 2 και η Τουρκία ανέφεραν υψηλότερα ποσοστά για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες μεταξύ του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω. Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των φύλων το 2018 παρατηρήθηκαν στη Λιθουανία (ποσοστό υψηλότερο κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες για τις γυναίκες από ό,τι για τους άνδρες), τη Λετονία (6,1 ποσοστιαίες μονάδες), την Εσθονία (5,5 ποσοστιαίες μονάδες) και την Τσεχία (4,6 ποσοστιαίες μονάδες). Η Ιρλανδία, η Μάλτα και η Βουλγαρία ανέφεραν ποσοστά κινδύνου φτώχειας για τις γυναίκες που ήταν τουλάχιστον κατά 3,0 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από τα αντίστοιχα ποσοστά για τους άνδρες. Η μικρότερη διαφορά μεταξύ των φύλων, όσον αφορά το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, ήταν στη Γαλλία, όπου το ποσοστό για τις γυναίκες ήταν οριακά υψηλότερο (κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες) από το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες. Αντίθετα, στο Μαυροβούνιο το ποσοστό αυτό ήταν κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες (στοιχεία του 2017) υψηλότερο για τους άνδρες απ’ ό,τι για τις γυναίκες, ενώ στη Βόρεια Μακεδονία το ποσοστό για τους άνδρες ήταν επίσης υψηλότερο, αλλά κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες μόνο· στη Σερβία δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ των ποσοστών για τα δύο φύλα.

Σχήμα 2: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω, 2018
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02)

Οι αποκλίσεις όσον αφορά τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας ήταν μεγαλύτερες όταν η ταξινόμηση του πληθυσμού γινόταν με βάση την επαγγελματική κατάσταση

Όσον αφορά τον κίνδυνο της φτώχειας, οι άνεργοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ομάδα (βλ. πίνακα 1): σχεδόν το ήμισυ (48,6 %) όλων των ανέργων στην ΕΕ-27 αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας το 2018, ενώ το υψηλότερο κατά πολύ ποσοστό παρατηρείται στη Γερμανία (69,4 %). Άλλα 11 κράτη μέλη της ΕΕ (Λιθουανία, Μάλτα, Λετονία, Σουηδία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Τσεχία, Εσθονία, Σλοβακία, Ισπανία και Βέλγιο) ανέφεραν ότι τουλάχιστον το ήμισυ των ανέργων αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2018.

Πίνακας 1: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ανά συχνότερη επαγγελματική κατάσταση, άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω, 2018
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li04)

Περίπου ένας στους επτά (14,4 %) συνταξιούχους στην ΕΕ-27 αντιμετώπιζε κίνδυνο φτώχειας το 2018. Στην Εσθονία (53,6 %), τη Λετονία (48,9 %) και τη Λιθουανία (41,7 %) ο κίνδυνος της φτώχειας μεταξύ των συνταξιούχων ήταν σχετικά υψηλός, αντίστοιχα περίπου 3,7, 3,4 και 2,9 φορές υψηλότερος από τον μέσο όρο στην ΕΕ-27, ενώ το επόμενο υψηλότερο ποσοστό ήταν 28,5 % στη Βουλγαρία.

Τα άτομα που εργάζονται αντιμετώπιζαν σε πολύ μικρότερο βαθμό τον κίνδυνο της φτώχειας: ο μέσος όρος σε όλη την ΕΕ-27 το 2018 ήταν 9,3 %. Σχετικά υψηλό ήταν το ποσοστό των εργαζομένων που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας στη Ρουμανία (15,3 %) και, σε μικρότερο βαθμό, το Λουξεμβούργο (13,5 %) και την Ισπανία (12,9 %), ενώ τόσο η Ιταλία όσο και η Ελλάδα ανέφεραν, επίσης, ότι περισσότερα από 1 στα 10 άτομα των εργαζομένων τους διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας το 2018. Ακόμη, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζόμενους ήταν τουλάχιστον 10,0 % στη Σερβία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Τουρκία (στοιχεία του 2017).

Τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας δεν κατανέμονται ομοιόμορφα μεταξύ των νοικοκυριών με διαφορετικές συνθέσεις ενηλίκων και συντηρούμενων τέκνων

Μεταξύ των νοικοκυριών χωρίς συντηρούμενα τέκνα (βλ. σχήμα 3), τα άτομα που ζουν μόνα ήταν πιθανότερο να διατρέξουν κίνδυνο φτώχειας, κατάσταση την οποία αντιμετώπιζε το 26,1 % των μονομελών νοικοκυριών στην ΕΕ-27 το 2018. Αντίθετα, το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ή περισσότερους ενήλικες ήταν μικρότερο από το ήμισυ αυτού του ποσοστού, στο 11,4 %, το οποίο ήταν το ίδιο για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω.

Σχήμα 3: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού για τα νοικοκυριά χωρίς συντηρούμενα τέκνα, 2018
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)

Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ανάλογη κατάσταση: το 2018 μεταξύ των νοικοκυριών χωρίς συντηρούμενα τέκνα σε όλα τα κράτη μέλη, τα μονομελή νοικοκυριά είχαν τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας, εκτός από την Κύπρο όπου το υψηλότερο ποσοστό είχαν τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω (21,7 % έναντι 21,1 % για τα μονομελή νοικοκυριά). Ανάλογη κατάσταση παρατηρήθηκε στη Βόρεια Μακεδονία, εκτός του ότι τα μονομελή νοικοκυριά ανέφεραν το χαμηλότερο ποσοστό (8,5 %) μεταξύ των τριών τύπων που αναλύθηκαν.

Σε 9 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω, ήταν χαμηλότερο από το ποσοστό για την ευρύτερη κατηγορία όλων των νοικοκυριών με δύο ή περισσότερους ενήλικες, ιδίως στη Δανία, όπου η διαφορά ήταν 6,2 ποσοστιαίες μονάδες. Στο άλλο άκρο, στη Λετονία το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω, ήταν 13,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο απ’ ό,τι για το σύνολο των νοικοκυριών με δύο ή περισσότερους ενήλικες, ενώ η διαφορά στη Μάλτα ήταν 12,4 ποσοστιαίες μονάδες. Στην Ισπανία, το ποσοστό και για τα δύο αυτά είδη νοικοκυριών ήταν το ίδιο, ενώ στην Ιταλία η διαφορά ήταν μόλις 0,1 ποσοστιαίες μονάδες (στοιχεία του 2017).

Όσον αφορά τα νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, το υψηλότερο ποσοστό κινδύνου φτώχειας στην ΕΕ-27 καταγράφηκε για τα μονομελή νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, στα οποία ξεπέρασε το ένα τρίτο (34,2 %).

Εξετάζοντας τα ποσοστά για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες, το ποσοστό εκείνων με ένα μόνο συντηρούμενο τέκνο (12,1 %) διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας ο οποίος ήταν μόλις κάτω από το μισό του ποσοστού που καταγράφηκε για τα νοικοκυριά με τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα (24,5 %) — βλ. σχήμα 4.

Σχήμα 4: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας ανά τύπο νοικοκυριού για τα νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα, 2018
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li03)

Μεταξύ των τριών τύπων νοικοκυριών που εμφανίζονται στο σχήμα 4, όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ότι τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και ένα συντηρούμενο τέκνο είχαν τις λιγότερες πιθανότητες να αντιμετωπίσουν κίνδυνο φτώχειας· Τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ ανέφεραν ότι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ήταν υψηλότερο για τα μεμονωμένα άτομα με συντηρούμενα τέκνα. Ωστόσο, υπήρχαν τέσσερις εξαιρέσεις: στην Πορτογαλία, το ποσοστό για τα μονομελή νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα ήταν κατά 3,3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το αντίστοιχο για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα, ενώ στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία η διαφορά αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη, 11,8 και 21,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα· στη Σλοβακία, το ποσοστό για τα μονομελή νοικοκυριά με συντηρούμενα τέκνα ήταν το ίδιο με εκείνο των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα. Και στις τέσσερις υποψήφιες χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία το ποσοστό των μονομελών νοικοκυριών με συντηρούμενα τέκνα ήταν χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα τέκνα.

Μέτρα κοινωνικής προστασίας μπορούν να εφαρμόζονται ως μέσο για τη μείωση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, για παράδειγμα, με τη χορήγηση παροχών. Ένας τρόπος για την αξιολόγηση του αντικτύπου των μέτρων κοινωνικής προστασίας είναι η σύγκριση των δεικτών κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (βλ. σχήμα 5). Το 2018 οι κοινωνικές μεταβιβάσεις μείωσαν το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας στον πληθυσμό της ΕΕ-27 από 25,0 % πριν από τις μεταβιβάσεις σε 16,8 % μετά τις μεταβιβάσεις και, κατά συνέπεια, βοήθησαν ένα ποσοστό 8,2 % του πληθυσμού να υπερβεί το όριο της φτώχειας. Χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις οι άνθρωποι αυτοί θα διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας.

Σχήμα 5: Ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, 2018
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li02) και (ilc_li10)

Συγκρίνοντας τα ποσοστά του κινδύνου φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, ο αντίκτυπος των κοινωνικών παροχών ήταν χαμηλός — επιτυγχάνοντας να μετακινηθεί ένα ποσοστό ατόμων πάνω από το όριο της φτώχειας, 6,0 % κατά μέγιστο — στην Τσεχία (6,0 %), την Ιταλία (5,6 %), τη Λετονία, τη Σλοβακία (5,5 % και στις δύο), την Πορτογαλία (5,4 %), την Ελλάδα (4,7 %) και τη Ρουμανία (4,5 %). Το ίδιο συνέβη και στη Σερβία (5,3 %), τη Βόρεια Μακεδονία (3,8 %) και την Τουρκία (2,1 %· στοιχεία του 2017).

Εξετάζοντας τον αντίκτυπο με σχετικούς όρους, τα μισά τουλάχιστον άτομα που διέτρεχαν κίνδυνο φτώχειας στη Φινλανδία και την Ιρλανδία μετακινήθηκαν πάνω από το όριο της φτώχειας χάρη στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, όπως και στην Ισλανδία (στοιχεία του 2016) και τη Νορβηγία.

Εισοδηματικές ανισότητες

Οι κυβερνήσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και η κοινωνία γενικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό χωρίς ανάλυση των ανισοτήτων στην κοινωνία, είτε είναι οικονομικής είτε κοινωνικής φύσης.

Το σχήμα 6 παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος το 2018: ο σταθμισμένος βάσει του πληθυσμού μέσος όρος των εθνικών αριθμητικών στοιχείων για κάθε κράτος μέλος της ΕΕ δηλώνει ότι το 20 % του πληθυσμού με το υψηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα έλαβε 5,1 φορές περισσότερο εισόδημα από το 20 % του πληθυσμού με το χαμηλότερο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα στην ΕΕ-27. Το ποσοστό αυτό διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, από 3,0 ποσοστιαίες μονάδες στη Σλοβακία έως 6,0 ή περισσότερες στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Λετονία και πάνω από 7,0 στη Λιθουανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, όπου έφτασε τις 7,7 ποσοστιαίες μονάδες. Από τις τρίτες χώρες που εμφανίζονται στο σχήμα 6, η Βόρεια Μακεδονία (6,2) και το Μαυροβούνιο (7,6· στοιχεία του 2017) ανέφεραν επίσης ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος, ενώ στη Σερβία (8,6) και την Τουρκία (8,7· στοιχεία του 2017) τα ποσοστά ήταν υψηλότερα από οποιοδήποτε κράτος μέλος της ΕΕ.

Σχήμα 6: Άνιση κατανομή εισοδήματος – λόγος πεμπτημορίων εισοδήματος, 2018
Πηγή: Eurostat (ilc_di11)

Υπάρχει ενδιαφέρον από πλευράς πολιτικής για τις ανισότητες στους υποπληθυσμούς. Μια ομάδα που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι ηλικιωμένοι, η οποία αντικατοπτρίζει εν μέρει την αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 65 ετών και άνω. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της φτώχειας μεταξύ των ηλικιωμένων. Από την άποψη αυτή, η σύγκριση των εισοδημάτων των ηλικιωμένων με τα εισοδήματα του υπόλοιπου πληθυσμού είναι αποκαλυπτική.

Σε όλη την ΕΕ-27, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω είχαν διάμεσο εισόδημα το 2018 το οποίο ήταν ίσο με το 91 % του διάμεσου εισοδήματος του πληθυσμού ηλικίας κάτω των 65 ετών

Σε τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ (Λουξεμβούργο, Γαλλία, Ελλάδα και Ιταλία) το διάμεσο εισόδημα των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω ήταν υψηλότερο από το διάμεσο εισόδημα των ατόμων ηλικίας κάτω των 65 ετών (βλέπε σχήμα 7). Το ίδιο συνέβη και στις τέσσερις υποψήφιες χώρες που εμφανίζονται στο σχήμα. Στην Ουγγαρία, την Ισπανία, την Αυστρία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία το διάμεσο εισόδημα των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω ήταν 90 % έως 100 % του εισοδήματος που καταγράφηκε για τα άτομα κάτω των 65 ετών. Το ίδιο συνέβη και στην Ισλανδία (στοιχεία του 2016) και τη Νορβηγία. Ποσοστά κάτω του 80 % καταγράφηκαν στην Κροατία, το Βέλγιο, τη Δανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Μάλτα και τις Βαλτικές χώρες κράτη μέλη· τα χαμηλότερα ποσοστά ήταν 64 %, 58 % και 57 % στη Λιθουανία, τη Λετονία και την Εσθονία αντίστοιχα. Τα σχετικά χαμηλά ποσοστά μπορεί να εκφράζουν, σε γενικές γραμμές, σχετικά χαμηλά συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Σχήμα 7: Σχετικό ποσοστό διάμεσου εισοδήματος, 2018
Πηγή: Eurostat (ilc_pnp2)

Το βάθος της φτώχειας, που χρησιμεύει στον ποσοτικό προσδιορισμό του πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί, μπορεί να μετρηθεί με το σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας. Το διάμεσο εισόδημα ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας στην ΕΕ-27 ήταν, κατά μέσο όρο, 24,5 % κάτω από το όριο της φτώχειας το 2018 (βλ. σχήμα 8). Το όριο αυτό ορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος όλων των ατόμων.

Σχήμα 8: Σχετικό χάσμα διάμεσου εισοδήματος ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας, 2018
(%)
Πηγή: Eurostat (ilc_li11)

Από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, το μέσο εισόδημα των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ήταν πολύ πιο κάτω από το όριο της φτώχειας στη Ρουμανία (35,2 %). Χάσμα μεγαλύτερο από 25,0 % αναφέρθηκε επίσης για την Ιταλία, την Ελλάδα, την Κροατία, την Ισπανία, τη Λιθουανία, τη Λετονία, τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία. Το χάσμα στη Βόρεια Μακεδονία (37,7 %) και τη Σερβία (37,4 %) ήταν μεγαλύτερο από οποιοδήποτε κράτος μέλος, και σχετικά μεγάλο στο Μαυροβούνιο (34,0 %) και την Τουρκία (26,4 %· στοιχεία του 2017). Το μικρότερο χάσμα κινδύνου φτώχειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ παρατηρήθηκε στη Φινλανδία (14,2 %) και κατόπιν στην Τσεχία (15,0 %) και την Ιρλανδία (15,3 %). Το χάσμα στην Ισλανδία ήταν επίσης σχετικά χαμηλό (15,3 %· στοιχεία του 2016).

Στοιχεία για τους πίνακες και τα σχήματα

Πηγές στοιχείων

Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται στο παρόν άρθρο προέρχονται πρωτίστως από μικροδεδομένα από τις στατιστικές της ΕΕ για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης (EU-SILC). Τα δεδομένα EU-SILC καταρτίζονται σε ετήσια βάση και αποτελούν την κύρια πηγή στατιστικών στοιχείων που μετρούν το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης στην Ευρώπη· αποτελούν επίσης την κύρια πηγή πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση διαφόρων πτυχών που αφορούν την ποιότητα ζωής των νοικοκυριών και των ατόμων. Ο πληθυσμός αναφοράς για τις πληροφορίες που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο είναι μόνο ιδιωτικά νοικοκυριά και τα τρέχοντα μέλη τους που διαμένουν στην επικράτεια ενός κράτους μέλους της ΕΕ κατά τη στιγμή συλλογής των στοιχείων· τα άτομα που ζουν σε συλλογικά νοικοκυριά και σε ιδρύματα εξαιρούνται, κατά κανόνα, από τον πληθυσμό-στόχο. Τα στοιχεία για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ είναι μέσοι όροι σταθμισμένοι βάσει του πληθυσμού των εθνικών στοιχείων.

Το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού καθορίζεται με την άθροιση όλων των νομισματικών εισοδημάτων που λαμβάνει κάθε μέλος του νοικοκυριού από οποιαδήποτε πηγή (συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από εργασία, επενδύσεις και κοινωνικές παροχές) — προσαυξανόμενο με τα έσοδα σε επίπεδο νοικοκυριού — με αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών εισφορών που καταβάλλονται. Για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του μεγέθους και της σύνθεσης των νοικοκυριών, το άθροισμα αυτό διαιρείται με τον αριθμό των «ισοδύναμων ενηλίκων» με χρήση μιας πρότυπης κλίμακας (ισοδυναμία), η οποία αποκαλείται «τροποποιημένη κλίμακα του ΟΟΣΑ», η οποία αποδίδει συντελεστή στάθμισης 1,0 για τον πρώτο ενήλικα του νοικοκυριού, συντελεστή στάθμισης 0,5 για κάθε άλλο μέλος του νοικοκυριού ηλικίας άνω των 14 ετών και συντελεστή στάθμισης 0,3 για τα μέλη του νοικοκυριού ηλικίας κάτω των 14 ετών. Το μέγεθος που προκύπτει καλείται ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα και αποδίδεται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Για τους σκοπούς των δεικτών της φτώχειας, το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται από το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα του κάθε νοικοκυριού διαιρούμενο διά του ισοδύναμου μεγέθους του νοικοκυριού· κατά συνέπεια, κάθε άτομο στο νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει το ίδιο ισοδύναμο εισόδημα.

Η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι σταθερή δωδεκάμηνη περίοδος (όπως το προηγούμενο ημερολογιακό ή φορολογικό έτος) για όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο η περίοδος αναφοράς του εισοδήματος είναι το τρέχον έτος της έρευνας, και την Ιρλανδία, στην οποία η έρευνα είναι συνεχής και τα δεδομένα για το εισόδημα συλλέγονται για τους 12 μήνες πριν από την έρευνα.

Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων με ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα κάτω από το όριο κινδύνου φτώχειας, που καθορίζεται στο 60 % του εθνικού διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας υπολογίζεται σε σχέση με την κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ και όχι εφαρμόζοντας μια κοινή τιμή κατώτατου ορίου. Το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας μπορεί να εκφραστεί πριν ή μετά τη χορήγηση κοινωνικών μεταβιβάσεων, καθώς η διαφορά εκφράζει τον υποθετικό αντίκτυπο των εθνικών κοινωνικών μεταβιβάσεων στη μείωση του κινδύνου φτώχειας. Η συνταξιοδότηση και οι συντάξεις επιζώντων υπολογίζονται ως εισόδημα πριν από τις μεταβιβάσεις και όχι ως κοινωνικές μεταβιβάσεις. Υπάρχουν ποικίλες αναλύσεις του εν λόγω δείκτη, για παράδειγμα: κατά ηλικία, φύλο, επαγγελματική κατάσταση, τύπο νοικοκυριού ή επίπεδο εκπαίδευσης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης δεν μετρά πλούτο, αλλά συνιστά σχετικό μέτρο του σημερινού χαμηλού εισοδήματος (σε σύγκριση με άλλα άτομα στην ίδια χώρα).

Οι πίνακες που περιέχονται στο παρόν άρθρο περιέχουν τις ακόλουθες ενδείξεις:

Τιμή με πλάγια     προβλεπόμενη, προσωρινή ή κατ’ εκτίμηση τιμή στοιχείων που, ως εκ τούτου, είναι πιθανόν να αλλάξει·
: μη διαθέσιμη, εμπιστευτική ή μη αξιόπιστη τιμή.

Πλαίσιο

Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, οι αρχηγοί των ευρωπαϊκών κρατών και κυβερνήσεων ενέκριναν μια πρώτη δέσμη κοινών στατιστικών δεικτών για τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια που υπόκεινται σε συνεχή διαδικασία βελτίωσης από την υποομάδα για τους δείκτες της επιτροπής κοινωνικής προστασίας. Οι δείκτες αυτοί αποτελούν θεμελιώδες στοιχείο στο πλαίσιο της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την παρακολούθηση της προόδου που σημειώνεται από τα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή αναφοράς για τις στατιστικές της ΕΕ όσον αφορά το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης και, ιδίως, για τους δείκτες της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στο πλαίσιο της στρατηγικής ΕΕ 2020, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε τον Ιούνιο του 2010 έναν κυρίαρχο στόχο για την κοινωνική ενσωμάτωση: μέχρι το 2020 τα άτομα στην ΕΕ που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού θα πρέπει να είναι λιγότερα κατά τουλάχιστον 20 εκατομμύρια σε σχέση με το 2008. Οι στατιστικές EU-SILC είναι η πηγή που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της προόδου προς την επίτευξη αυτού του κύριου στόχου, που υπολογίζεται με βάση έναν δείκτη που συνδυάζει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας, το ποσοστό σοβαρής υλικής στέρησης και την αναλογία των ατόμων με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας που ζουν στα νοικοκυριά· για περισσότερες πληροφορίες βλ. το άρθρο σχετικά με τα άτομα που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Άμεση πρόσβαση σε

Άλλα άρθρα
Πίνακες
Βάση δεδομένων
Θεματική ενότητα
Δημοσιεύσεις
Μεθοδολογία
Απεικονίσεις




Γενικές μεθοδολογικές πληροφορίες

Αναλυτικά έγγραφα