Statistics Explained

Archive:Παραγωγή και εισαγωγές ενέργειας



Στοιχεία που αντλήθηκαν τον Ιούνιο του 2020.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Οκτώβριος του 2021.


This Statistics Explained article has been archived on 22 July 2021.


Highlights

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ ήταν κατά 9,2 % χαμηλότερη το 2018 σε σχέση με μία δεκαετία νωρίτερα.
Η Ρωσία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής της ΕΕ σε φυσικό αέριο, αργό πετρέλαιο και λιθάνθρακα το 2018.
[[File:Energy_production_and_imports-interactive_NRG2020-EL.xlsx]]

Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας ανά είδος καυσίμου, ΕΕ-27, 2008-2018


Η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) από τις εισαγωγές ενέργειας —ιδίως πετρελαίου και φυσικού αερίου— αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζονται οι προβληματισμοί για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Το παρόν άρθρο εξετάζει την παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας εντός της ΕΕ και, ως αποτέλεσμα της υστέρησης της παραγωγής έναντι της κατανάλωσης, την αυξανόμενη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας από τρίτες χώρες. Πράγματι, το 2018 περισσότερο από το ήμισυ (58,2 %) της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας της ΕΕ καλύφθηκε από εισαγόμενες πηγές.

Full article

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας μειώθηκε την περίοδο 2008-2018

Το 2018 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε συνολικά σε 635 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ) — βλ. πίνακα 1. Ήταν κατά μόνο 1 % χαμηλότερη από το προηγούμενο έτος και διατήρησε τη γενικά πτωτική πορεία που παρατηρούνταν τα τελευταία χρόνια, με ελάχιστες εξαιρέσεις το 2010, όταν η παραγωγή ανέκαμψε μετά τη σχετικά αισθητή μείωσή της το 2009, η οποία συνέπεσε με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και, στη συνέχεια, την περίοδο 2012-2013, όταν καταγράφηκε εκ νέου ελαφρά αύξηση. Το 2018 η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ, εξεταζόμενη σε πιο μακροχρόνιο πλαίσιο, ήταν κατά 9,2 % χαμηλότερη απ’ ό,τι πριν από μία δεκαετία. Η γενικά πτωτική πορεία της παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να αποδοθεί στην εξάντληση των πρώτων υλών και/ή στο γεγονός ότι οι παραγωγοί θεωρούν την εκμετάλλευση περιορισμένων πόρων μη επικερδή.

Το 2018 το υψηλότερο επίπεδο παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σημειώθηκε στη Γαλλία, με ποσοστό 21,7 % επί του συνόλου της ΕΕ, και ακολουθούσαν η Γερμανία (17,8 %), η Πολωνία (9,7 %) και η Ιταλία (5,9 %). Σε σύγκριση με μία δεκαετία πριν, ορισμένες από τις κυριότερες αλλαγές ήταν η αύξηση του μεριδίου αγοράς της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Σουηδίας στο σύνολο της ΕΕ κατά 2,3, 1,2, 1,1 και 1,1 εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, και η μείωση του μεριδίου αγοράς των Κάτω Χωρών, της Γερμανίας και της Δανίας στο σύνολο της ΕΕ κατά 3,9, 1,7 και 1,6, εκατοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.

Σε απόλυτες τιμές, τα 14 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν αύξηση όσον αφορά την παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας την περίοδο 2008-2018. Η μεγαλύτερη αύξηση στην παραγωγή καταγράφηκε στην Ιταλία (4,5 εκατ. ΤΙΠ), ενώ τις αμέσως επόμενες θέσεις καταλάμβαναν η Ισπανία (4,4 εκατ. ΤΙΠ), η Σουηδία (4,0 εκατ. ΤΙΠ), η Ιρλανδία (3,4 εκατ. ΤΙΠ) και η Φινλανδία (3,2 εκατ. ΤΙΠ). Αντιθέτως, η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στις Κάτω Χώρες μειώθηκε κατά 31,2 εκατ. ΤΙΠ, ενώ η Γερμανία (-23,4 εκατ. ΤΙΠ) και η Δανία (-12,7 εκατ. ΤΙΠ) ανέφεραν επίσης συρρίκνωση μεγαλύτερη από 10 εκατ. ΤΙΠ.

Πίνακας 1: Παραγωγή ενέργειας, 2008 και 2018
Πηγή: Eurostat (nrg_bal_c)

Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας στην ΕΕ το 2018 κάλυψε ευρύ φάσμα διαφορετικών πηγών ενέργειας, εκ των οποίων η πλέον σημαντική, από την άποψη του βαθμού συμβολής της, ήταν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στις οποίες αναλογεί περισσότερο από το ένα τρίτο (34,2 %) της συνολικής παραγωγής της ΕΕ.

Η δεύτερη πιο σημαντική πηγή ενέργειας ήταν η πυρηνική ενέργεια, η οποία αντιπροσώπευε το 30,8 % της συνολικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας. Η σημασία της πυρηνικής ενέργειας ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στη Γαλλία, όπου αναλογούσε στο 78,0 % της εθνικής παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας, ενώ στο Βέλγιο και στη Σλοβακία αναλογούσε σε πάνω από τρία πέμπτα (63,1 % και 62,7 % αντίστοιχα). Σε 10 άλλα κράτη μέλη το μερίδιο της πυρηνικής ενέργειας στην πρωτογενή παραγωγή ήταν μικρότερο από το ήμισυ του συνόλου. Δεν υπήρχε παραγωγή πυρηνικής ενέργειας σε 14 κράτη μέλη της ΕΕ.

Το ποσοστό των στερεών ορυκτών καυσίμων (18,3 %, κυρίως άνθρακα) ήταν μόλις μικρότερο από το ένα πέμπτο, και το ποσοστό του φυσικού αερίου ήταν κοντά στο ένα δέκατο (9,3 %). Το αργό πετρέλαιο (3,4 %) ήταν η μόνη άλλη σημαντική πηγή παραγωγής πρωτογενούς ενέργειας (βλ. διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1: Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-27, 2018
(% επί του συνόλου, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_bal_c)

Η πρωτογενής παραγωγή της ΕΕ από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυξήθηκε περισσότερο από όλους τους άλλους τύπους ενέργειας· η αύξηση αυτή ήταν σχετικά ομοιόμορφη κατά την περίοδο 2008-2018, με μικρή μείωση της παραγωγής το 2011 (βλ. διάγραμμα 2). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αυξήθηκε κατά 49,2 %, αντικαθιστώντας, σε κάποιον βαθμό, την παραγωγή από άλλες πηγές ενέργειας. Αντιθέτως, τα επίπεδα παραγωγής για τις άλλες πηγές ενέργειας μειώθηκαν· οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν για το φυσικό αέριο (-46,4 %), το αργό πετρέλαιο (-35,3 %) και τα στερεά ορυκτά καύσιμα (-27,9 %), ενώ μικρότερη μείωση (-14,4 %) καταγράφηκε για την πυρηνική ενέργεια.

Διάγραμμα 2: Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας (ανά είδος καυσίμου), ΕΕ-27, 2008-2018
(2008 = 100, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_bal_c)

Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας

Η μείωση της πρωτογενούς παραγωγής ενέργειας από λιθάνθρακα, λιγνίτη, αργό πετρέλαιο, φυσικό αέριο και, πιο πρόσφατα, πυρηνική ενέργεια είχε ως αποτέλεσμα την ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές πρωτογενών ενεργειακών προϊόντων, καθώς και δευτερογενών παράγωγων προϊόντων (π.χ. πετρελαίου εσωτερικής καύσης/ντίζελ) προκειμένου να καλυφθεί η ζήτησή της, αν και η κατάσταση αυτή σταθεροποιήθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Το 2018 οι εισαγωγές ενέργειας στην ΕΕ υπερέβησαν τις εξαγωγές κατά 886 εκατ. ΤΙΠ. Οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας σε απόλυτους αριθμούς ήταν η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία. Το 2008 ο μόνος καθαρός εξαγωγέας ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ ήταν η Δανία, αλλά, το 2013, οι εισαγωγές ενέργειας αυτής της χώρας υπερέβησαν τις εξαγωγές, τάση η οποία επιβεβαιώθηκε τα επόμενα πέντε έτη έως το 2018. Ως εκ τούτου, από το 2013 και μετά, τα 27 τα κράτη μέλη της ΕΕ είναι καθαροί εισαγωγείς ενέργειας. Ως προς το μέγεθος του πληθυσμού, οι μεγαλύτεροι καθαροί εισαγωγείς, το 2018, ήταν το Λουξεμβούργο, η Μάλτα και το Βέλγιο.

Πίνακας 2: Καθαρές εισαγωγές ενέργειας, σε επιλεγμένα έτη, 2008-2018
Πηγή: Eurostat (nrg_bal_s) και (demo_pjan)

Τα τελευταία χρόνια, η κύρια προέλευση των εισαγωγών ενέργειας στην ΕΕ έχει αλλάξει κάπως. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2008-2018 η Ρωσία παρέμεινε ο κύριος προμηθευτής της ΕΕ σε βασικά πρωτογενή ενεργειακά προϊόντα — λιθάνθρακα, αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο (βλ. πίνακα 3).

Πίνακας 3: Κύρια προέλευση των εισαγωγών πρωτογενούς ενέργειας, ΕΕ-27, 2008-2018
(% των εισαγωγών εκτός της ΕΕ-27)
Πηγή: Eurostat (nrg_ti_sff), (nrg_ti_oil) και (nrg_ti_gas)

Το 2018, το 42,4 % των εισαγωγών λιθάνθρακα της ΕΕ προερχόταν από τη Ρωσία. Την τελευταία δεκαετία, η Ρωσία ήταν συστηματικά ο μεγαλύτερος προμηθευτής λιθάνθρακα στην ΕΕ, με εξαίρεση το 2012. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο δεύτερος κύριος προμηθευτής λιθάνθρακα στην ΕΕ το 2018, καλύπτοντας το 18,6 % του συνόλου. Μεταξύ 2008 και 2015 το ποσοστό των εισαγωγών λιθάνθρακα της ΕΕ-27 από την Κολομβία σχεδόν διπλασιάστηκε, παρουσιάζοντας αύξηση από 11,7 % σε 21,1 % του συνόλου, ενώ το 2018 κατέγραψε πτώση στο 13,4 %.

Η Ρωσία ήταν επίσης ο κύριος προμηθευτής αργού πετρελαίου στην ΕΕ. Το μερίδιό της ανήλθε στο 32,1 % το 2008 και κυμάνθηκε μεταξύ 35,6 % (που ήταν το υψηλότερο ποσοστό, το οποίο καταγράφηκε το 2011) και 29,8 % (το χαμηλότερο ποσοστό, που καταγράφηκε το 2018). Το 2018 τα αντίστοιχα ποσοστά προμηθειών αργού πετρελαίου της ΕΕ από το Ιράκ αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς μεταξύ 2008 και 2018, φθάνοντας στο 8,7 %, γεγονός που κατέστησε την εν λόγω χώρα τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή αργού πετρελαίου πριν από τη Σαουδική Αραβία (7,4 %), η οποία είχε σχετικά σταθερό μερίδιο μεταξύ 2008 και 2018.

Το μερίδιο της Ρωσίας στις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ μεταξύ 2008 και 2018 αυξήθηκε ελαφρά (από 39,4 % σε 40,4 %). Ωστόσο, το χαμηλότερο επίπεδο (35,2 %) καταγράφηκε το 2010 και το υψηλότερο επίπεδο (45,3 %) καταγράφηκε το 2013. Κατά την περίοδο που αποτυπώνεται στον πίνακα 3, η Νορβηγία παρέμεινε ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στην ΕΕ: το μερίδιό της μειώθηκε με αργούς ρυθμούς από 22,0 % το 2008 σε 18,1 % το 2018. Το μερίδιο των προμηθειών φυσικού αερίου στην ΕΕ από την Αλγερία, τον τρίτο μεγαλύτερο προμηθευτή, μειώθηκε μεταξύ 2008 και 2018, ενώ το μερίδιο από το Κατάρ σχεδόν διπλασιάστηκε.

Η ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ σε πρωτογενή ενέργεια μπορεί να απειληθεί, αν μεγάλος όγκος εισαγωγών συγκεντρωθεί σε σχετικά μικρό αριθμό εταίρων. Μερίδιο μεγαλύτερο από τα σχεδόν τρία τέταρτα (70,3 %) των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ το 2018 προήλθε από τη Ρωσία, τη Νορβηγία και την Αλγερία. Παρόμοια ανάλυση δείχνει ότι μερίδιο σχεδόν ίσο με τα τρία τέταρτα (74,3 %) των εισαγωγών λιθάνθρακα της ΕΕ προερχόταν από τη Ρωσία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κολομβία, ενώ οι εισαγωγές αργού πετρελαίου εμφάνιζαν μικρότερη συγκέντρωση μεταξύ των βασικών προμηθευτών, καθώς σχεδόν το μισό (45,9 %) των εισαγωγών της ΕΕ προερχόταν από τη Ρωσία, το Ιράκ και τη Σαουδική Αραβία.

Οι ενεργειακές ανάγκες της ΕΕ καλύπτονται από τις εισαγωγές σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 50 %

Η εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας δεν μεταβλήθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία, από 58,4 % της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας το 2008 σε 58,2 % το 2018 (βλ. διάγραμμα 3). Κατά την υπό εξέταση περίοδο, οι καθαρές εισαγωγές ενέργειας της ΕΕ ήταν μεγαλύτερες από την πρωτογενή παραγωγή της. Με άλλα λόγια, περισσότερο από το ήμισυ της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας της ΕΕ προερχόταν από καθαρές εισαγωγές, και το ποσοστό εξάρτησης υπερέβαινε το 50,0 %.

Μεταξύ 2008 και 2018 παρατηρήθηκαν ελάχιστες διακυμάνσεις στο ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης: το υψηλότερο ποσοστό ήταν 58,4 % και καταγράφηκε το 2008, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης ήταν 53,9 % και καταγράφηκε το 2013. Αναλυτικότερα, τα υψηλότερα ποσοστά το 2018 καταγράφηκαν για το αργό πετρέλαιο (94,6 %) και για το φυσικό αέριο (83,2 %), ενώ, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό για τα στερεά ορυκτά καύσιμα ήταν 43,6 %.

Διάγραμμα 3: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης, ΕΕ-27, 2008-2018
(% των καθαρών εισαγωγών στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_ind_id)

Μεταξύ 2008 και 2018, η εξάρτηση της ΕΕ από τρίτες χώρες για την προμήθεια φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 13,1 εκατοστιαίες μονάδες, δηλ. με πολύ ταχύτερο ρυθμό από την εξάρτηση σε στερεά ορυκτά καύσιμα (+ 2,1 εκατοστιαίες μονάδες). Η εξάρτηση από το αργό πετρέλαιο κατά την ίδια περίοδο παρέμεινε αρκετά σταθερή.

Η Δανία, καθώς δεν αποτελούσε πλέον καθαρό εξαγωγέα, κατέγραψε θετικό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης το 2013. Το ποσοστό αυτό παρέμεινε θετικό και το 2018, όπως και το αντίστοιχο ποσοστό όλων των άλλων κρατών μελών της ΕΕ (βλ. διάγραμμα 4). Το 2018 τα χαμηλότερα ποσοστά ενεργειακής εξάρτησης καταγράφηκαν στην Εσθονία, τη Δανία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Η Μάλτα, το Λουξεμβούργο και η Κύπρος εξαρτιόνταν (σχεδόν) εξ ολοκλήρου από τις εισαγωγές πρωτογενούς ενέργειας, και τα ποσοστά εξάρτησής τους κυμαίνονταν μεταξύ 92,4 % και 97,8 %.

Από την ανάλυση των εξελίξεων μεταξύ 2008 και 2018 προκύπτει ότι η Δανία, οι Κάτω Χώρες, η Λιθουανία και η Πολωνία εξαρτιόνταν όλο και περισσότερο από τις εισαγωγές ενέργειας για να καλύψουν την ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργειά τους. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί, σε μεγάλο βαθμό, στη μείωση που κατέγραψε η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας (μείωση η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι εξαντλούνται οι προμήθειες σε πρώτες ύλες). Αυξημένη, αν και λιγότερο έντονη, ήταν επίσης η εξάρτηση στην Τσεχία, τη Γερμανία και το Βέλγιο. Όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ κατέγραψαν μείωση των ποσοστών ενεργειακής τους εξάρτησης μεταξύ του 2008 και του 2018· η πλέον δραστική μεταβολή σημειώθηκε στην Εσθονία, όπου το αντίστοιχο ποσοστό μειώθηκε από 27,5 % σε 0,7 % (-26,8 εκατοστιαίες μονάδες). Τα αντίστοιχα ποσοστά μειώθηκαν επίσης σημαντικά στην Ιρλανδία (-22,3 εκατοστιαίες μονάδες), τη Βουλγαρία (-15,8 εκατοστιαίες μονάδες) και τη Λετονία (-14,5 εκατοστιαίες μονάδες), γεγονός που οφείλεται στον συνδυασμό των αυξήσεων της ενεργειακής απόδοσης και/ή της μεταβολής στο ενεργειακό μείγμα με στόχο την προώθηση της πρωτογενούς παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές.

Διάγραμμα 4: Ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης για όλα τα προϊόντα, 2008 και 2018
(% των καθαρών εισαγωγών στην ακαθάριστη διαθέσιμη ενέργεια, με βάση τόνους ισοδύναμου πετρελαίου)
Πηγή: Eurostat (nrg_ind_id)

Πηγή στοιχείων για τους πίνακες και τα γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που εξορύσσονται ή λαμβάνονται απευθείας από φυσικούς πόρους ονομάζονται πηγές πρωτογενούς ενέργειας, ενώ τα ενεργειακά βασικά προϊόντα που παράγονται από πηγές πρωτογενούς ενέργειας σε σταθμούς μετασχηματισμού ονομάζονται παράγωγα προϊόντα. Η παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας καλύπτει την εθνική παραγωγή πηγών πρωτογενούς ενέργειας και πραγματοποιείται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, για παράδειγμα σε ανθρακωρυχεία, κοιτάσματα αργού πετρελαίου, σταθμούς παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας ή με την παρασκευή βιοκαυσίμων. Κάθε φορά που η κατανάλωση υπερβαίνει την πρωτογενή παραγωγή, η διαφορά πρέπει να καλύπτεται από εισαγωγές πρωτογενών ή παράγωγων προϊόντων.

Η θερμότητα που παράγεται σε αντιδραστήρα ως αποτέλεσμα της πυρηνικής σχάσης θεωρείται πρωτογενής παραγωγή πυρηνικής θερμότητας, η οποία καλείται, εναλλακτικά, πυρηνική ενέργεια. Υπολογίζεται είτε με βάση την πραγματικά παραγόμενη ποσότητα θερμότητας είτε με βάση τη δηλωθείσα ακαθάριστη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη θερμική απόδοση του πυρηνικού σταθμού. Η πρωτογενής παραγωγή άνθρακα και λιγνίτη συνίσταται σε ποσότητες καυσίμων που εξορύσσονται ή παράγονται, και υπολογίζεται κατόπιν τυχόν ενεργειών απομάκρυνσης των αδρανών υλικών.

Ο μετασχηματισμός της ενέργειας από μια μορφή σε άλλη —όπως η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος ή θερμότητας από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια ή η παραγωγή οπτάνθρακα από εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης— δεν θεωρείται πρωτογενής παραγωγή.

Οι καθαρές εισαγωγές υπολογίζονται ως η ποσότητα των εισαγωγών μείον την αντίστοιχη ποσότητα των εξαγωγών. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το σύνολο της ενέργειας που εισέρχεται στην εθνική επικράτεια εκτός των ποσοτήτων ενέργειας που διαμετακομίζονται (κυρίως μέσω αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαιαγωγών)· ομοίως, οι εξαγωγές καλύπτουν όλες τις ποσότητες που εξάγονται από την εθνική επικράτεια.

Πλαίσιο

Περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας της ΕΕ προέρχεται από χώρες εκτός της ΕΕ και, μάλιστα, η αναλογία αυτή αυξάνεται, γενικά, κατά τις τελευταίες δεκαετίες (αν και υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το ποσοστό εξάρτησης έχει σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια). Μεγάλο μέρος της ενέργειας που εισάγεται στην ΕΕ προέρχεται από τη Ρωσία, της οποίας οι διαφορές με τις χώρες διαμετακόμισης έχουν απειλήσει να διαταράξουν τον εφοδιασμό τα τελευταία χρόνια. Οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού από τη Ρωσία εντάθηκαν περαιτέρω λόγω της σύγκρουσης στην Ουκρανία. Σχεδιάστηκαν νέα μέτρα που αφορούσαν τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου με σκοπό, αφενός, να εξασφαλιστεί ότι όλα τα μέρη μεριμνούν αποτελεσματικά για την πρόληψη και τον περιορισμό των επιπτώσεων που θα είχαν δυνητικές διαταραχές του εφοδιασμού και, αφετέρου, να δημιουργηθούν μηχανισμοί συνεργασίας των κρατών μελών της ΕΕ για την αποτελεσματική αντιμετώπιση τυχόν σοβαρών διαταραχών στον εφοδιασμό πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Επιπλέον, συστάθηκε μηχανισμός συντονισμού, ώστε τα κράτη μέλη να έχουν ενιαία και άμεση αντίδραση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.

Τον Νοέμβριο του 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε πρωτοβουλία με τίτλο «Ενέργεια 2020 – Μια στρατηγική για ανταγωνιστική, αειφόρο και ασφαλή ενέργεια» [COM(2010) 639 τελικό]. Η εν λόγω στρατηγική καθορίζει τις ενεργειακές προτεραιότητες για μια δεκαετία και προτείνει δράσεις που θα μπορούσαν να αναληφθούν προκειμένου να αντιμετωπιστεί πληθώρα προκλήσεων, όπως, μεταξύ άλλων, να επιτευχθεί η διαμόρφωση μιας αγοράς με ανταγωνιστικές τιμές και ασφαλή εφοδιασμό, να δοθεί ώθηση στο τεχνολογικό προβάδισμα, και να πραγματοποιηθούν αποτελεσματικές διαπραγματεύσεις με τους διεθνείς εταίρους (π.χ. επιδίωξη καλών σχέσεων με τους εξωτερικούς προμηθευτές ενέργειας της ΕΕ και τις χώρες διαμετακόμισης ενέργειας). Αυτές οι εργασίες προωθήθηκαν περαιτέρω μέσω της ενεργειακής στρατηγικής έως το 2030, η οποία παρέχει ένα πλαίσιο για την κλιματική και την ενεργειακή πολιτική έως το 2030, καθώς και μέσω του ενεργειακού χάρτη πορείας για το 2050, ο οποίος θέτει ως μακροπρόθεσμο στόχο τη μείωση των ενωσιακών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 80-95 % έως το 2050.

Μέσω της Ενεργειακής Κοινότητας (που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 2005), η ΕΕ καταβάλλει προσπάθειες και για την ένταξη γειτονικών χωρών στην εσωτερική της αγορά ενέργειας. Το ευρύ φάσμα ενεργειακών πηγών και η ποικιλία ως προς τους προμηθευτές, τις μεταφορικές οδούς και τους μηχανισμούς μεταφοράς μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού. Για παράδειγμα, υπάρχουν αρκετές πρωτοβουλίες σε εξέλιξη με σκοπό την ανάπτυξη αγωγών φυσικού αερίου μεταξύ της Ευρώπης και των γειτονικών της χωρών στην Ανατολή και στον Νότο. Σ’ αυτές τις πρωτοβουλίες συγκαταλέγονται ο αγωγός Nord Stream (μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ μέσω της Βαλτικής Θάλασσας), ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία τον Νοέμβριο του 2011, και ο Διαδριατικός Αγωγός Φυσικού Αερίου (TAP), ο οποίος συνδέει την Τουρκία με την Ιταλία μέσω της Ελλάδας και της Αλβανίας για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την περιοχή της Κασπίας στην ΕΕ. Η οικοδόμηση αξιόπιστων εταιρικών σχέσεων με τις χώρες εφοδιασμού, διαμετακόμισης και κατανάλωσης θεωρείται ένας τρόπος για να περιοριστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ και, τον Σεπτέμβριο του 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Η ενεργειακή πολιτική της ΕΕ: η συνεργασία με τους πέραν των συνόρων μας εταίρους» [COM(2011) 539 τελικό].

Τον Μάιο του 2014, σε απάντηση των συνεχιζόμενων ανησυχιών σχετικά με την εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε τη στρατηγική για την ενεργειακή ασφάλεια [COM(2014) 330 final], που αποσκοπεί στην εξασφάλιση σταθερού και άφθονου ενεργειακού εφοδιασμού. Μαζί με βραχυπρόθεσμα μέτρα για την αντιμετώπιση του αντικτύπου που θα είχε η παύση των εισαγωγών ρωσικού αερίου ή η διαταραχή των εισαγωγών μέσω της Ουκρανίας, η στρατηγική εξέτασε τις προκλήσεις της μακροπρόθεσμης ασφάλειας του εφοδιασμού και πρότεινε δράσεις σε πέντε τομείς, όπως την αύξηση της παραγωγής ενέργειας στην ΕΕ και τη διαφοροποίηση χωρών και οδών τροφοδοσίας, καθώς και την τήρηση ενιαίας στάσης στην εξωτερική ενεργειακή πολιτική. Το 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση με τίτλο «Στρατηγική-πλαίσιο για μια ανθεκτική Ενεργειακή Ένωση με μακρόπνοη πολιτική για την κλιματική αλλαγή» [COM(2015) 80 final], στην οποία υποστηριζόταν ότι ένα σημαντικό στοιχείο για την εξασφάλιση ενεργειακής ασφάλειας (ιδίως όσον αφορά το φυσικό αέριο) ήταν η πλήρης συμμόρφωση των συμφωνιών σχετικά με την αγορά ενέργειας από τρίτες χώρες. Στη συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 2016, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε προτάσεις για τη θέσπιση νέων κανόνων σχετικά με την ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ με φυσικό αέριο [COM(2016) 52 final] και νέων κανόνων για τις ενεργειακές συμφωνίες μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών [COM(2016) 53 final].

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations







Energy statistics - main indicators (t_nrg_indic)


Energy statistics - quantities, annual data (nrg_quanta)
Energy balances (nrg_bal)
Supply, transformation and consumption - commodity balances (nrg_cb)
Energy indicator (nrg_ind)
Energy infrastructure and capacities (nrg_inf)
Stocks (nrg_stk)
Trade by partner country (nrg_t)


  • Energy (στα αγγλικά)