Statistics Explained

Archive:Στατιστικές δημόσιων οικονομικών


Στοιχεία εξαχθέντα στις 22 Aπριλίου 2020.

Προβλεπόμενη επικαιροποίηση του άρθρου: Ιούλιος 2021.

Η αγγλική έκδοση είναι πιο πρόσφατη.


This Statistics Explained article has been archived on 7 December 2020.


Highlights


Στην ΕΕ-27, ο λόγος δημόσιου ελλείμματος προς ΑΕΠ αυξήθηκε από -0,4 % το 2018 σε -0,6 % το 2019, το 2018 σημειώθηκε το χαμηλότερο έλλειμμα στις διαθέσιμες χρονοσειρές.

Στην ΕΕ-27, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε από 79,6 % στο τέλος του 2018 σε 77,8 % στο τέλος του 2019.

Στο τέλος του 2019 ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ κυμαινόταν από 8,4 % στην Εσθονία έως 176,6 % στην Ελλάδα.

Χρέος γενικής κυβέρνησης, 2018 και 2019
(ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης, % του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10dd_edpt1)

Το παρόν άρθρο εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν οι βασικές στατιστικές των δημόσιων οικονομικών στην Eυρωπαϊκή Ένωση (EΕ) και στη ζώνη του ευρώ (EΖ-19). Ειδικότερα, εξετάζει τα ελλείμματα της γενικής κυβέρνησης, το ακαθάριστο χρέος, τα συνολικά έσοδα και τις συνολικές δαπάνες, καθώς και τους φόρους και τις κοινωνικές εισφορές, που αποτελούν τις κύριες πηγές εσόδων της κυβέρνησης.

Full article


Εισαγωγή

Οι στατιστικές δημόσιων οικονομικών περιλαμβάνουν δείκτες ζωτικής σημασίας για τον προσδιορισμό της υγείας των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ. Βάσει των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) της ΕΕ, τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν να διατηρούν τα ελλείμματα και το χρέος τους κάτω από ορισμένα όρια: το δημόσιο έλλειμμα ενός κράτους μέλους δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) του, ενώ το χρέος του δεν πρέπει να υπερβαίνει το 60 % του ΑΕΠ. Εάν ένα κράτος μέλος δεν τηρεί τα εν λόγω όρια, ενεργοποιείται η επονομαζόμενη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Αυτό συνεπάγεται διάφορα στάδια —συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας επιβολής κυρώσεων— προκειμένου να ενθαρρυνθεί το οικείο κράτος μέλος να λάβει κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης. Τα ίδια όρια δημόσιων ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους αποτελούν επίσης κριτήρια για την οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) και, ως εκ τούτου, για την προσχώρηση στο ευρώ. Επιπλέον, η τελευταία αναθεώρηση των ολοκληρωμένων οικονομικών κατευθυντήριων γραμμών και κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση (αναθεωρήθηκαν στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη) περιλαμβάνει μια κατευθυντήρια γραμμή για την εξασφάλιση της ποιότητας και της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών.

To 2019 το δημόσιο έλλειμμα (καθαρή λήψη δανείων του ενοποιημένου τομέα της γενικής κυβέρνησης, ως ποσοστό του ΑΕΠ) της ΕΕ-27 και της ζώνης του ευρώ (EΖ-19) αυξήθηκε σε σύγκριση με το 2018. Σημειώθηκε επίσης μείωση του λόγου χρέους της γενικής κυβέρνησης προς ΑΕΠ στην ΕΕ-27 και στην ΕΖ-19.

Πλεόνασμα/έλλειμμα γενικής κυβέρνησης

Στην ΕΕ-27, ο λόγος δημόσιου ελλείμματος προς ΑΕΠ αυξήθηκε από -0,4 % το 2018 σε -0,6 % το 2019, ενώ στην ΕΖ-19 ο ίδιος λόγος αυξήθηκε από -0,5% % σε -0,6 %. Για το 2018, στο επίπεδο της ΕΕ-27 και της ζώνης του ευρώ, παρατηρήθηκαν τα χαμηλότερα ελλείμματα στις διαθέσιμες χρονοσειρές.

Δεκαέξι κράτη μέλη της ΕE-27 — η Δανία (+3,7 %), το Λουξεμβούργο (+2,2 %), η Bουλγαρία (+2,1 %), η Κύπρος και οι Κάτω Χώρες (αμφότερες +1,7 %), η Ελλάδα (+1,5 %), η Γερμανία (+1,4 %), η Aυστρία (+0,7 %), η Σλοβενία, η Μάλτα και η Σουηδία (όλες +0,5 %), η Κροατία και η Ιρλανδία (αμφότερες +0,4 %), η Τσεχία και η Λιθουανία (αμφότερες +0,3 %), και η Πορτογαλία (+0,2 %) — κατέγραψαν δημόσια πλεονάσματα το 2019.

Υπήρξαν εννέα κράτη μέλη της ΕΕ-27, συγκεκριμένα η Λετονία, η Εσθονία, η Πολωνία, η Φινλανδία, η Σλοβακία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ουγγαρία και η Ισπανία, στα οποία τα ελλείμματα που καταγράφηκαν το 2019 ήταν μικρότερα από το 3,0 % του ΑΕΠ. Δύο κράτη μέλη της ΕΕ-27 είχαν έλλειμμα ίσο ή μεγαλύτερο του 3,0 % του ΑΕΠ: η Γαλλία (-3,0 %) και η Ρουμανία (-4,3 %) (βλ. σχήμα 1).

Σχήμα 1: Δημοσιονομικό ισοζύγιο, 2018 και 2019
[καθαρή λήψη (-) ή χορήγηση (+) δανείων του τομέα της γενικής κυβέρνησης, ως % του ΑΕΠ]
Πηγή: Eurostat (gov_10dd_edpt1)


Το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης (σε σχέση με το ΑΕΠ) βελτιώθηκε το 2019 σε σύγκριση με το 2018 σε 13 κράτη μέλη της ΕΕ-27, καθώς και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τις μεγαλύτερες βελτιώσεις στο ισοζύγιο (τουλάχιστον κατά 1 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ) στην Κύπρο (+5,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) και στη Δανία (+2,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ). Η βελτίωση για την Κύπρο το 2019 οφείλεται κυρίως στη σύγκριση με το 2018, όταν η αναδιάρθρωση της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας (ΣΚΤ) — η πώληση των υγιών τμημάτων της ΣΚΤ και η επακόλουθη ένταξη της εναπομένουσας τράπεζας επισφαλειών — επηρέασε τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης.

Η Κύπρος και η Πορτογαλία μετακινήθηκαν από έλλειμμα το 2018 σε πλεόνασμα το 2019, ενώ κανένα κράτος μέλος δεν μετακινήθηκε από ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης σε πλεόνασμα. Η Βουλγαρία, η Δανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Κροατία, οι Κάτω Χώρες και η Αυστρία σημείωσαν υψηλότερο πλεόνασμα το 2019 σε σχέση με το 2018.

Κανένα κράτος μέλος δεν μετακινήθηκε από πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης σε έλλειμμα. Το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γαλλία, η Πολωνία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Φινλανδία εμφάνισαν μεγαλύτερο έλλειμμα το 2019 σε σχέση με το 2018. Κανένα κράτος μέλος δεν κατέγραψε το ίδιο έλλειμμα το 2019 όπως το 2018, ενώ η Εσθονία, η Ιταλία, η Λετονία και η Ουγγαρία κατέγραψαν χαμηλότερο έλλειμμα το 2019 σε σχέση με το 2018.

Πίνακας 1: Δημοσιονομικό ισοζύγιο και χρέος γενικής κυβέρνησης, 2016-2019
(% του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10dd_edpt1)


Δημόσιο χρέος

Στην ΕΕ-27, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε από 79,6 % στο τέλος του 2018 σε 77,8 % στο τέλος του 2019, ενώ στην ΕΖ-19 μειώθηκε από 85,8 % σε 84,1 % (βλ. σχήμα 2).

Συνολικά 11 κράτη μέλη της ΕΕ-27 ανέφεραν λόγο χρέους υψηλότερο από το 60 % του ΑΕΠ στο τέλος του 2019: ο υψηλότερος σημειώθηκε στην Ελλάδα (176,6 %), ενώ ακολούθησαν η Ιταλία (134,8 %), η Πορτογαλία (117,7 %), το Βέλγιο (98,6 %), η Γαλλία (98,1 %), η Κύπρος και η Ισπανία (αμφότερες 95,5 %).

Οι χαμηλότεροι λόγοι δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ σημειώθηκαν στην Εσθονία (8,4 %), στη Βουλγαρία (20,4 %), στο Λουξεμβούργο (22,1 %), στην Τσεχία (30,8 %), στη Δανία (33,2 %), στη Σουηδία (35,1 %) και στη Ρουμανία (35,2 %).

Σχήμα 2: Χρέος γενικής κυβέρνησης, 2018 και 2019
(ενοποιημένο ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης, % του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10dd_edpt1)


Στο τέλος του 2019 οι λόγοι δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκαν για τέσσερα κράτη μέλη της ΕΕ-27 σε σύγκριση με το τέλος του 2018, ενώ ο λόγος αυτός μειώθηκε για 21 κράτη μέλη, ιδίως για την Κύπρο (-5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), την Ιρλανδία (-4,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), την Ελλάδα (-4,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ), τη Σλοβενία και την Πορτογαλία (-4,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ) και την Ουγγαρία (-3,9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ιταλίας και της Γαλλίας παρέμεινε αμετάβλητος μεταξύ του 2018 και του 2019.

Αυξήσεις των λόγων χρέους προς ΑΕΠ από το τέλος του 2018 έως το τέλος του 2019 παρατηρήθηκαν στη Λιθουανία (2,4 ποσοστιαίες μονάδες), στο Λουξεμβούργο (1,1 ποσοστιαίες μονάδες), στη Ρουμανία (0,5 ποσοστιαίες μονάδες) και στην Εσθονία (0,1 ποσοστιαίες μονάδες).

Δημόσια έσοδα και δαπάνες

Η σημασία του τομέα της γενικής κυβέρνησης στην οικονομία μπορεί να μετρηθεί βάσει των συνολικών εσόδων και δαπανών της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ. Στην ΕΕ-27, τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης το 2019 ανήλθαν στο 46,2 % του ΑΕΠ (όπως το 2018), ενώ οι δαπάνες ανήλθαν σε 46,7 % του ΑΕΠ (αύξηση από 46,6 % το 2018). Στην ΕΖ-19, οι συνολικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης το 2019 ανήλθαν στο 47,1 % του ΑΕΠ (αύξηση από 47,0 % το 2018) και τα συνολικά έσοδα στο 46,5 % του ΑΕΠ (όπως το 2018) — βλ. σχήμα 3.

Σχήμα 3: Εξέλιξη των συνολικών δαπανών και των συνολικών εσόδων, 2009-2019
(% του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Οι συνολικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασαν στο 50,6 % του ΑΕΠ στην EΕ-27 το 2009 και στο 50,9 % του ΑΕΠ στην ΕΖ-19. Οι συνολικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ-27 και στην ΕΖ-19 στη συνέχεια μειώθηκαν μεταξύ του 2010 και του 2011, αυξήθηκαν το 2012 και ακολούθως μειώνονταν έως το 2018, σημειώνοντας μικρή αύξηση ξανά το 2019.

Σε απόλυτους όρους, κατά την περίοδο από το 2011 έως το 2018 τόσο στην ΕΕ-27 όσο και στην ΕΖ-19, οι συνολικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα συνολικά έσοδα της γενικής κυβέρνησης, οδηγώντας έτσι σε μείωση του ελλείμματος. Ωστόσο, το 2019 οι δαπάνες αυξήθηκαν ταχύτερα από τα έσοδα τόσο στην ΕΕ-27 όσο και στην ΕΖ-19, με αποτέλεσμα αύξηση του ελλείμματος.

Σχήμα 4: Εξέλιξη των συνολικών δαπανών και των συνολικών εσόδων, 2009-2019
(δισ. EUR)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Ενώ στην ΕΕ-27 οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν συνολικά κατά 1 148 δισ. EUR μεταξύ του 2009 και του 2019, υπήρξε αύξηση 1 709 δισ. EUR στα έσοδα της γενικής κυβέρνησης στην ΕΕ-27 κατά την ίδια περίοδο. Ωστόσο, μεταξύ του 2018 και του 2019, οι δαπάνες του Δημοσίου αυξήθηκαν κατά 217 δισ. EUR, ενώ τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 195 δισ. EUR. Στην ΕΖ-19 οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 889 δισ. EUR από το 2009 έως το 2019, ενώ τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 1 389 δισ. ευρώ. Μεταξύ του 2018 και του 2019 οι δαπάνες του Δημοσίου αυξήθηκαν κατά 179 δισ. EUR, ενώ τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 155 δισ. EUR (βλ. σχήμα 4).

Το επίπεδο των δαπανών και των εσόδων της γενικής κυβέρνησης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 (βλ. σχήμα 5). Το 2019 τα κράτη μέλη με τα υψηλότερα επίπεδα συνδυασμένων δημόσιων δαπανών και εσόδων ως ποσοστού του ΑΕΠ (άνω του 100 %) ήταν η Γαλλία, η Φινλανδία, η Δανία και το Βέλγιο· η Νορβηγία κατέγραψε επίσης λόγο άνω του 100 %. Το 2019 επτά κράτη μέλη της ΕΕ-27 (η Ιρλανδία, η Ρουμανία, η Λιθουανία, η Βουλγαρία, η Μάλτα, η Λετονία και η Εσθονία), καθώς και το Ηνωμένο Βασίλειο, ανέφεραν σχετικά χαμηλούς συνδυασμένους λόγους (κάτω του 80 % του ΑΕΠ).

Σχήμα 5: Έσοδα και δαπάνες του Δημοσίου, 2019
(% του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Σε όλη την ΕΕ-27, οι κύριες συνιστώσες των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης είναι οι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές (βλ. σχήμα 6). Το 2019 οι φόροι ανήλθαν στο 58,1 % των συνολικών εσόδων στην ΕΕ-27 και στο 56,8 % στην ΕΖ-19, ενώ οι καθαρές κοινωνικές εισφορές ανήλθαν στο 30,8 % των συνολικών εσόδων στην ΕΕ-27 και στο 32,4 % στην ΕΖ-19. Η εμπορεύσιμη παραγωγή, η παραγωγή για ιδία τελική χρήση και οι πληρωμές για μη εμπορεύσιμη παραγωγή («πωλήσεις/αμοιβές» και σχηματισμός παγίου κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό) αντιστοιχούσαν στο 7,0 % των συνολικών εσόδων στην ΕΕ-27 και σε 7,1 % των συνολικών εσόδων στην ΕΖ-19. Τα έσοδα από περιουσιακά στοιχεία (κυρίως τόκοι, μερίσματα και ενοίκια) αποτελούσαν το 1,7 % των συνολικών εσόδων τόσο στην ΕΕ-27 όσο και στην EΖ-19.

Σχήμα 6: Σύνθεση των συνολικών εσόδων, 2019
(% των συνολικών εσόδων)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Αν εξεταστεί κάθε κράτος μέλος της ΕΕ-27, η σχετική σημασία των διαφόρων κατηγοριών εσόδων ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, οι φόροι ανήλθαν το 2019 σε λιγότερο από το 50 % των εσόδων του Δημοσίου στη Σλοβακία, στη Ρουμανία, στην Τσεχία και στη Σλοβενία, αλλά στο 87,8 % των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης στη Δανία και στο 80,5 % στη Σουηδία.

Το 2019 οι καθαρές κοινωνικές εισφορές αποτελούσαν το υψηλότερο ποσοστό των συνολικών εσόδων στην Τσεχία (37,6 %), ενώ ακολουθούσαν η Γερμανία (37,2 %), η Σλοβακία (36,7 %) και η Σλοβενία (36,4 %), και τα χαμηλότερα ποσοστά των συνολικών εσόδων στη Δανία (1,5 %) και στη Σουηδία (6,9 % του ΑΕΠ), καθώς και στην Ισλανδία (8,1 % του ΑΕΠ).

Tο υψηλότερο ποσοστό εσόδων από περιουσιακά στοιχεία παρατηρήθηκε στη Νορβηγία (22,2 %) (βλ. σχήμα 7).

Σχήμα 7: Κύριες συνιστώσες των εσόδων του Δημοσίου, 2019
(% των συνολικών εσόδων)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Το μεγαλύτερο ποσοστό των δημόσιων δαπανών της ΕΕ-27 το 2019 αφορούσε την ανακατανομή του εισοδήματος με τη μορφή κοινωνικών μεταβιβάσεων σε χρήμα ή σε είδος (βλ. σχήματα 8 και 9).

Σχήμα 8: Σύνθεση των συνολικών δαπανών, 2019
(% των συνολικών δαπανών)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (κοινωνικά επιδόματα και κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος —εμπορεύσιμη παραγωγή που αγοράστηκε) ανήλθαν στο 46,1 % των συνολικών δαπανών στην ΕΕ-27 και στο 47,8 % στην ΕΖ-19. Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας ανήλθε στο 21,7 % των δημόσιων δαπανών στην ΕΕ-27 και στο 21,0 % στην EΖ-19. Η ενδιάμεση κατανάλωση αποτέλεσε το 11,9 % των συνολικών δαπανών στην ΕΕ-27 και το 11,3 % των συνολικών δαπανών στην ΕΖ-19. Το εισόδημα περιουσίας που καταβλήθηκε –το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποτελούνταν από πληρωμές τόκων– ανήλθε σε ποσοστό 3,3 % των δημόσιων δαπανών στην ΕΕ-27 και σε 3,5 % στην EΖ-19. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (κυρίως επενδύσεις) αντιστοιχούσε στο 6,4 % των συνολικών δαπανών στην ΕΕ-27 και στο 5,9 % στην EΖ-19.

Σχήμα 9: Κύριες συνιστώσες των δαπανών του Δημοσίου, 2019
(% των συνολικών δαπανών)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Τα κυριότερα είδη δημόσιων εσόδων είναι οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών, οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος και περιουσίας, κ.λπ., καθώς και οι καθαρές κοινωνικές εισφορές. Για την ΕΕ-27, οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών ανήλθαν στο ισοδύναμο του 13,5 % του ΑΕΠ το 2019, οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. στο 13,0 % του ΑΕΠ και οι καθαρές κοινωνικές εισφορές στο 14,2 % του ΑΕΠ. Σε σχέση με το ΑΕΠ, τα έσοδα από τους φόρους επί της παραγωγής και των εισαγωγών αυξήθηκαν κατά την περίοδο 2009-2014 στην ΕΕ-27, ενώ το μερίδιό τους σε σχέση με το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,9 ποσοστιαία μονάδα (βλ. σχήμα 10). Μεταξύ 2014 και 2019, οι φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών παρέμειναν σταθεροί ως λόγος επί του ΑΕΠ. Οι τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ. —ως ποσοστό του ΑΕΠ— έφθασαν στο χαμηλότερο σημείο το 2010 με 11,7 % του ΑΕΠ, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκαν στο 13,0 % του ΑΕΠ το 2019. Οι καθαρές κοινωνικές εισφορές παρέμειναν σχετικά σταθερές ως ποσοστό του ΑΕΠ — κυμαίνονταν μεταξύ 14,1 % και 14,4 % του ΑΕΠ μεταξύ του 2009 και του 2019.

Σχήμα 10: Κύριες κατηγορίες φόρων και κοινωνικών εισφορών, ΕΕ-27, 2009-2019
(% του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Υπήρξε σημαντική διακύμανση στη δομή των φορολογικών εσόδων μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 το 2019 (βλ. σχήμα 11). Όπως ίσως ήταν αναμενόμενο, τα κράτη μέλη που ανέφεραν σχετικά υψηλά επίπεδα δαπανών τείνουν να είναι εκείνα που εισέπραξαν και περισσότερους φόρους (ως ποσοστό του ΑΕΠ) για τη γενική κυβέρνηση. Για παράδειγμα, το 2019 ο υψηλότερος λόγος εσόδων προς ΑΕΠ από τις κύριες κατηγορίες φόρων και κοινωνικών εισφορών ήταν 47,3 % του ΑΕΠ και καταγράφηκε στη Δανία, ενώ το επόμενο μεγαλύτερο ποσοστό (46,7 %) καταγράφηκε στη Γαλλία. Το ποσοστό του ΑΕΠ που αντιστοιχεί στα εν λόγω έσοδα ήταν κάτω από 30 % σε δύο κράτη μέλη (Ιρλανδία και Ρουμανία).

Σχήμα 11: Κύριες κατηγορίες φόρων και κοινωνικών εισφορών, 2019
(% του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (gov_10a_main)


Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Σύμφωνα με τους όρους της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, τα κράτη μέλη της ΕΕ οφείλουν να υποβάλλουν στην Eυρωπαϊκή Επιτροπή τις στατιστικές του δημόσιου ελλείμματος και του χρέους τους πριν από την 1η Aπριλίου και την 1η Oκτωβρίου κάθε έτους. Επιπλέον, η Eurostat συλλέγει λεπτομερέστερα στοιχεία για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών, στο πλαίσιο του προγράμματος διαβίβασης στοιχείων transmission programme (στα αγγλικά), κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την υποβολή των στοιχείων για τους εθνικούς λογαριασμούς. Τα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη που συλλέγονται για τη γενική κυβέρνηση υποβάλλονται στη Eurostat δύο φορές ανά έτος, ενώ οι στατιστικές σχετικά με τις κρατικές λειτουργίες (COFOG) θα πρέπει να διαβιβάζονται εντός ενός έτους από τη λήξη της περιόδου αναφοράς, και τα αναλυτικά στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα από κοινωνικές εισφορές θα πρέπει να διαβιβάζονται εντός εννέα μηνών από τη λήξη της περιόδου αναφοράς. Οι τριμηνιαίοι μη χρηματοοικονομικοί και χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί, καθώς και το τριμηνιαίο ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης, παρέχονται τέσσερις φορές τον χρόνο.

Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ορισμένους από τους κύριους δείκτες του τομέα της γενικής κυβέρνησης, που καταρτίζονται με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς (EΣΛ 2010).

Η διαφορά μεταξύ των συνολικών εσόδων και των συνολικών δαπανών —συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών δαπανών (ιδίως, του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου)— είναι ίση με την καθαρή χορήγηση/λήψη δανείων της γενικής κυβέρνησης, που αποτελεί επίσης εξισωτικό μέγεθος των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών του Δημοσίου.

Οριοθέτηση της γενικής κυβέρνησης

Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης αποτελείται από τις θεσμικές μονάδες που είναι παραγωγοί μη εμπορεύσιμου προϊόντος, των οποίων η παραγωγή προορίζεται για ατομική και συλλογική κατανάλωση, και που χρηματοδοτούνται από υποχρεωτικές πληρωμές εκ μέρους μονάδων που ανήκουν σε άλλους τομείς, καθώς και από τις θεσμικές μονάδες που ασχολούνται κυρίως με την αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος και πλούτου (ΕΣΛ 2010, παράγραφος 2.111). Ο τομέας της γενικής κυβέρνησης υποδιαιρείται σε τέσσερις υποτομείς: κεντρική κυβέρνηση, ομοσπονδιακή κυβέρνηση (κατά περίπτωση), τοπική αυτοδιοίκηση και ταμεία κοινωνικής ασφάλισης (κατά περίπτωση).

Ορισμός των κύριων δεικτών

Το δημοσιονομικό ισοζύγιο ορίζεται ως η καθαρή λήψη/καθαρή χορήγηση δανείων της γενικής κυβέρνησης που δηλώνεται για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και εκφράζεται σε σχέση με το ΑΕΠ. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο που αφορά τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, δημόσιο χρέος είναι οι ακαθάριστες υποχρεώσεις σε μετρητά και καταθέσεις, χρεόγραφα και δάνεια της γενικής κυβέρνησης που είναι ανεξόφλητα στο τέλος του έτους, μετρούμενα σε ονομαστική αξία και ενοποιημένα.

Τα κύρια έσοδα της γενικής κυβέρνησης περιλαμβάνουν τους φόρους, τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, τα έσοδα από πωλήσεις και τα έσοδα από περιουσιακά στοιχεία. Ορίζονται στο ΕΣΛ 2010 με αναφορά σε έναν κατάλογο κατηγοριών: εμπορεύσιμη παραγωγή, παραγωγή για ιδία τελική χρήση, πληρωμές για μη εμπορεύσιμη παραγωγή, φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών, λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής, έσοδα από περιουσιακά στοιχεία, τρέχοντες φόροι εισοδήματος, περιουσίας κ.λπ., κοινωνικές εισφορές, λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις και μεταβιβάσεις κεφαλαίου.

Οι κύριες δαπάνες περιλαμβάνουν τις αμοιβές των (δημόσιων) υπαλλήλων, τις κοινωνικές παροχές (κοινωνικά επιδόματα και κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος για εμπορεύσιμη παραγωγή που αγοράζει η γενική κυβέρνηση), τους τόκους για το δημόσιο χρέος, τις επιδοτήσεις και τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Οι συνολικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ορίζονται στο ΕΣΛ 2010 με αναφορά σε έναν κατάλογο κατηγοριών: ενδιάμεση κατανάλωση, ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, αμοιβές των απασχολουμένων, λοιποί φόροι επί της παραγωγής, επιδοτήσεις, έσοδα από περιουσιακά στοιχεία, τρέχοντες φόροι εισοδήματος και περιουσίας κ.λπ., κοινωνικές παροχές εκτός από κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος, κοινωνικές μεταβιβάσεις σε είδος - εμπορεύσιμη παραγωγή που αγοράζεται, λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις, προσαρμογές για τη μεταβολή συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, μεταβιβάσεις κεφαλαίου και συναλλαγές μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων.

Τα στοιχεία για τη γενική κυβέρνηση που υποβάλλονται για τα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη της γενικής κυβέρνησης στο πλαίσιο του ΕΣΛ 2010 πρέπει να ενοποιούνται για ορισμένες συναλλαγές των εθνικών λογαριασμών, πράγμα που σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες συναλλαγές μεταξύ των θεσμικών μονάδων εντός του τομέα της γενικής κυβέρνησης —έσοδα από περιουσιακά στοιχεία, λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις και μεταβιβάσεις κεφαλαίου— καταργούνται ή ακυρώνονται. Για τις συναλλαγές αυτές, τα στοιχεία των υποτομέων θα πρέπει να ενοποιούνται εντός κάθε υποτομέα αλλά όχι μεταξύ υποτομέων. Συνεπώς, τα στοιχεία σε επίπεδο τομέα θα πρέπει να ισούνται με το άθροισμα των στοιχείων των υποτομέων, με εξαίρεση τα στοιχεία που καλύπτουν τα έσοδα από περιουσιακά στοιχεία, τις λοιπές τρέχουσες μεταβιβάσεις και τις μεταβιβάσεις κεφαλαίου, τα οποία ενοποιούνται. Για τα τελευταία αυτά στοιχεία και, κατά συνέπεια, τα συνολικά έσοδα και τις συνολικές δαπάνες, το σύνολο των υποτομέων θα πρέπει να υπερβαίνει την αξία του τομέα.

Οι φόροι και οι κοινωνικές εισφορές αντιστοιχούν στα έσοδα που εισπράττονται (σε χρήμα ή σε είδος) από τις κεντρικές, ομοσπονδιακές και τοπικές κυβερνήσεις των κρατών μελών και από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης. Οι εισφορές αυτές (που γενικώς αναφέρονται ως φόροι) είναι οργανωμένες σε τρεις κύριους τομείς, που καλύπτονται από τις ακόλουθες κλάσεις:

  • φόροι εισοδήματος και περιουσίας κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων όλων των υποχρεωτικών μονομερών πληρωμών που επιβάλλονται από τη γενική κυβέρνηση σε τακτά χρονικά διαστήματα επί των εσόδων και της περιουσίας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών·
  • φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών, συμπεριλαμβανομένων όλων των υποχρεωτικών μονομερών πληρωμών που επιβάλλονται από τη γενική κυβέρνηση όσον αφορά την παραγωγή και τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, την απασχόληση εργατικού δυναμικού, την ιδιοκτησία ή χρήση γης, κτιρίων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή·
  • καθαρές κοινωνικές εισφορές, συμπεριλαμβανομένων όλων των πραγματικών κοινωνικών εισφορών των εργοδοτών και των νοικοκυριών, τεκμαρτές κοινωνικές εισφορές που αντιπροσωπεύουν το αντίστοιχο των κοινωνικών παροχών οι οποίες καταβάλλονται απευθείας από τους εργοδότες, καθώς και δύο πρόσθετες τεκμαρτές εγγραφές (συμπληρώματα κοινωνικών εισφορών των νοικοκυριών και δαπάνες υπηρεσιών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης).

Πλαίσιο

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2007-2008 έθεσε πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενώπιον σοβαρών προκλήσεων. Οι κυριότεροι προβληματισμοί συνδέονταν με την ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να εξυπηρετήσουν την αποπληρωμή των χρεών τους, να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι δημόσιες δαπάνες τους έχουν τεθεί υπό έλεγχο, επιχειρώντας παράλληλα να προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη.

Η πειθαρχία που επιβάλλει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) δίνει τη δυνατότητα να διατηρείται σε μεγάλο βαθμό εναρμονισμένη η οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ και στις χώρες της ευρωζώνης ειδικότερα. Επιπλέον, το ΣΣΑ έχει ως σκοπό να αποτρέψει τα κράτη μέλη να προβούν στη λήψη μέτρων οικονομικής πολιτικής που θα ευνοούσαν με αδικαιολόγητο τρόπο τις οικονομίες τους σε βάρος των άλλων. Το ΣΣΑ περιλαμβάνει δύο βασικές αρχές: συγκεκριμένα, ότι το έλλειμμα (προβλεπόμενο ή πραγματικό) δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3 % του ΑΕΠ και ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ δεν θα πρέπει να υπερβαίνει (ή θα πρέπει να μειώνεται προς) το 60 %. Το ΣΣΑ ενισχύθηκε σημαντικά το 2011, όπως και η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ γενικότερα.

Κάθε χρόνο, τα κράτη μέλη της ΕΕ παρέχουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές τους πολιτικές και την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών τους. Οι χώρες της ευρωζώνης παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στο πλαίσιο των προγραμμάτων σταθερότητας, ενώ τα υπόλοιπα κράτη μέλη τις παρέχουν υπό μορφή προγραμμάτων σύγκλισης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολογεί κατά πόσον οι πολιτικές αυτές είναι σύμφωνες με τους εγκεκριμένους οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους και μπορεί να επιλέξει να εκδώσει προειδοποίηση, αν κρίνει ότι το έλλειμμα καθίσταται υπερβολικά υψηλό. Η εν λόγω ενέργεια μπορεί να οδηγήσει σε διαπίστωση, από πλευράς του Συμβουλίου, ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος, κάτι που απαιτεί τον ορισμό προθεσμίας για τη διόρθωσή του.

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations







Στατιστικές δημόσιων οικονομικών (Διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και ΕΣΛ 2010) (t_gov_gfs10)


Στατιστικές δημόσιων οικονομικών (Διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και ΕΣΛ 2010) (gov_gfs10)
Ενδεχόμενες υποχρεώσεις του Δημοσίου (gov_cl)

<dedicatedsection>