Statistics Explained

Archive:Μισθοί και κόστος εργασίας


Στοιχεία Απριλίου του 2020.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση άρθρου: Ιούλιος 2021.


This Statistics Explained article has been archived on 18 December 2020.


Highlights

Το 2019 το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας ήταν 27,70 EUR στην EΕ-27, κυμαινόταν δε από 6,00 EUR στη Βουλγαρία έως 44,70 EUR στη Δανία.
Το 2018 το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων σε μη διορθωμένη μορφή ήταν 14,8 % στην EΕ-27, κυμαινόταν δε από 3,0 % στη Ρουμανία έως 22,7 % στην Εσθονία.
Το 2019 οι καθαρές ετήσιες αποδοχές για τον μέσο άγαμο εργαζόμενο χωρίς παιδιά ήταν 23 600 EUR στην EΕ-27, κυμαίνονταν δε από 6 000 EUR στη Βουλγαρία έως 42 600 EUR στο Λουξεμβούργο.
Το 2019 οι καθαρές ετήσιες αποδοχές για το μέσο ζευγάρι εργαζομένων με δύο παιδιά ήταν 50 500 EUR στην EΕ-27, κυμαίνονταν δε από 12 100 EUR στη Βουλγαρία έως 94 600 EUR στο Λουξεμβούργο.
[[File:Wages_and_labour_costs_FP2020-interactive-EL.XLSX]]

Ωριαίο κόστος εργασίας, κατ’ εκτίμηση, 2019

Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται, συγκρίνονται και αντιπαραβάλλονται αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά τους μισθούς και το κόστος εργασίας (δαπάνες των εργοδοτών για το προσωπικό) στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και στις υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ και στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).

Η εργασία διαδραματίζει καίριο ρόλο στη λειτουργία μιας οικονομίας. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, αντιπροσωπεύει κόστος (κόστος εργασίας), που περιλαμβάνει, πέραν των μισθών και των ημερομισθίων των εργαζομένων, και το μη μισθολογικό κόστος, κυρίως τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργοδότη. Επομένως, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της επιχειρηματικής ανταγωνιστικότητας, η οποία ωστόσο επηρεάζεται επίσης από το κόστος κεφαλαίου (για παράδειγμα, τους τόκους των δανείων και τα μερίσματα των μετοχών) και από μη τιμολογιακά στοιχεία, όπως η επιχειρηματικότητα, οι δεξιότητες και η παραγωγικότητα της εργασίας, η καινοτομία και η τοποθέτηση εμπορικού σήματος / προϊόντων στην αγορά.


Full article


Συνιστώσες του κόστους εργασίας

Όσον αφορά τους εργαζομένους, η αμοιβή που λαμβάνουν για την εργασία τους, και η οποία συνήθως ονομάζεται μισθός ή αποδοχές, αποτελεί γενικότερα την κύρια πηγή του εισοδήματός τους και επηρεάζει, ως εκ τούτου, σημαντικά την ικανότητά τους να δαπανούν και/ή να αποταμιεύουν. Στον ακαθάριστο μισθό / στις ακαθάριστες αποδοχές περιλαμβάνονται οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο, ενώ οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται μετά την αφαίρεση των εν λόγω εισφορών και τυχόν ποσών που οφείλονται στο κράτος, όπως οι φόροι εισοδήματος. Δεδομένου ότι το ύψος των φόρων εξαρτάται σε γενικές γραμμές από την κατάσταση του νοικοκυριού ως προς το εισόδημα και τη σύνθεσή του, οι καθαρές αποδοχές υπολογίζονται για διάφορες χαρακτηριστικές περιπτώσεις νοικοκυριών.

Το διάγραμμα 1 συνοψίζει τη σχέση μεταξύ καθαρών αποδοχών, ακαθάριστων αποδοχών / μισθών και κόστους εργασίας.

Διάγραμμα 1: Συνιστώσες του κόστους εργασίας

Κόστος εργασίας

Το μέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην EΕ-27 υπολογίστηκε σε 27,7 EUR το 2019 και σε 31,4 EUR στην ευρωζώνη (ΕΖ-19). Ωστόσο, αυτό το μέσο κόστος συγκαλύπτει σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, αφού το ωριαίο κόστος εργασίας κυμαίνεται από 6,0 EUR στη Βουλγαρία ως 44,7 EUR στη Δανία (γράφημα 1)· το μέσο ωριαίο κόστος ήταν ακόμη υψηλότερο στη Νορβηγία (50,2 EUR).

Γράφημα 1: Ωριαίο κόστος εργασίας, κατ’ εκτίμηση, 2019
(EUR)
Πηγή: Eurostat (lc_lci_lev)


Το κόστος εργασίας συνίσταται στο κόστος μισθών και ημερομισθίων συν το μη μισθολογικό κόστος, όπως είναι οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργοδότες. Το 2019 η αναλογία του μη μισθολογικού κόστους στο συνολικό κόστος εργασίας, για ολόκληρη την οικονομία, ήταν 25,1 % στην ΕΕ-27 και 25,6 % στην ευρωζώνη. Η αναλογία του μη μισθολογικού κόστους επίσης διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ: η υψηλότερη αναλογία μη μισθολογικού κόστους σημειώθηκε στη Γαλλία (32,9 %), στη Σουηδία (32,2 %) και στην Ιταλία (28,8 %), ενώ η χαμηλότερη αναλογία σημειώθηκε στο Λουξεμβούργο (11,0 %), στη Μάλτα (5,9 %) και στη Λιθουανία (5,3 %).

Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές

Διάμεσες αποδοχές

Οι ακαθάριστες αποδοχές αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους εργασίας. Το 2014 οι υψηλότερες διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές σε ευρώ καταγράφηκαν στη Δανία (25,52 EUR), στην Ιρλανδία (20,16 EUR) και στη Σουηδία (18,46 EUR). Στο άλλο άκρο, οι χαμηλότερες διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές σε ευρώ καταγράφηκαν στη Λιθουανία (3,11 EUR), στη Ρουμανία (2,03 EUR) και στη Βουλγαρία (1,67 EUR). Με άλλα λόγια, σε όλα τα κράτη μέλη της EΕ-27, οι υψηλότερες εθνικές διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές ήταν 15 φορές υψηλότερες από τις χαμηλότερες εκφραζόμενες σε ευρώ· όταν προσαρμόζονταν με βάση τα επίπεδα των τιμών δηλαδή μετατρέπονταν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ), η υψηλότερη μέση τιμή ήταν πέντε φορές υψηλότερη από τη χαμηλότερη μέση τιμή, οι δε Δανία και Βουλγαρία αντιπροσώπευαν και πάλι τα δύο άκρα του φάσματος.

Γράφημα 2: Διάμεσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές, σύνολο μισθωτών
(εκτός των μαθητευομένων), 2014
Πηγή: Eurostat (earn_ses_pub2s)


Χαμηλόμισθοι

Ως χαμηλόμισθοι ορίζονται οι εργαζόμενοι που κερδίζουν τα δύο τρίτα ή λιγότερο των εθνικών διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών. Το 2014 το 17,2 % των εργαζομένων στην EΕ-28 ήταν χαμηλόμισθοι (περιλαμβάνεται το Ηνωμένο Βασίλειο· λείπουν τα στοιχεία για την ΕΕ-27) ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ευρωζώνη ήταν 15,9 %. Το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 το 2014: τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στη Λετονία (25,5 %), στη Ρουμανία (24,4 %) και στη Λιθουανία (24,0 %). Στο άλλο άκρο του φάσματος, λιγότεροι από το 10 % των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στην Ιταλία (9,4 %), στη Γαλλία (8,8 %), στη Δανία (8,6 %), στη Φινλανδία (5,3 %), στο Βέλγιο (3,8 %) και στη Σουηδία (2,6 %).

Γράφημα 3: Χαμηλόμισθοι — μισθωτοί
(εκτός των μαθητευομένων) με αποδοχές έως και τα δύο τρίτα των διάμεσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών, 2014
(% των μισθωτών)
Πηγή: Eurostat (earn_ses_pub1s)

Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων σε μη διορθωμένη μορφή είναι σημαντικός δείκτης για τη μέτρηση των διαφορών στις μέσες αποδοχές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην ΕΕ. Το 2018, στο σύνολο της EΕ-27, οι γυναίκες αμείβονταν, κατά μέσο όρο, 14,8 % λιγότερο από τους άνδρες, ενώ στην ευρωζώνη η διαφορά αυτή ήταν 15,9 %. Το μεγαλύτερο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων εντοπιζόταν στην Εσθονία (22,7 %), στη Γερμανία (20,9 %) και στην Τσεχία (20,1 %). Η μικρότερη διαφορά ως προς τη μέση αμοιβή μεταξύ των δύο φύλων εντοπιζόταν στην Ιταλία (5,0 %, στοιχεία 2017), στο Λουξεμβούργο (4,6 %) και στη Ρουμανία (3,0 %) – βλ. γράφημα 4.

Γράφημα 4: Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, σε μη διορθωμένη μορφή, 2018
(διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών ανδρών και γυναικών μισθωτών, ως ποσοστό % των ακαθάριστων αποδοχών των ανδρών)
Πηγή: Eurostat (earn_gr_gpgr2)


Διάφορα θέματα συμβάλλουν σ’ αυτό το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, όπως: οι διαφορές ως προς τον βαθμό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, οι διαφορές ως προς τις δραστηριότητες και τα επαγγέλματα που τείνουν να είναι ανδροκρατούμενα ή γυναικοκρατούμενα, οι διαφορές ως προς τον βαθμό στον οποίο άνδρες και γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, καθώς και η νοοτροπία των τμημάτων προσωπικού στο πλαίσιο ιδιωτικών και δημόσιων φορέων έναντι της εξέλιξης της σταδιοδρομίας και της άδειας άνευ αποδοχών και/ή της άδειας μητρότητας/γονικής άδειας. Ορισμένοι υποκείμενοι παράγοντες που μπορούν, εν μέρει τουλάχιστον, να εξηγήσουν το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων περιλαμβάνουν τον τομεακό και επαγγελματικό διαχωρισμό, την εκπαίδευση και κατάρτιση, την ενημέρωση και τη διαφάνεια, καθώς και τις άμεσες διακρίσεις. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων αντικατοπτρίζει επίσης και άλλες ανισότητες, ειδικότερα τη δυσανάλογη συχνά συμμετοχή των γυναικών στις οικογενειακές υποχρεώσεις και τις συνακόλουθες δυσκολίες ως προς τον συνδυασμό επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής. Πολλές γυναίκες εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης ή βάσει άτυπων συμβάσεων: αν και αυτό τους επιτρέπει να παραμένουν στην αγορά εργασίας ενώ παράλληλα διαχειρίζονται τις οικογενειακές υποχρεώσεις, ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αμοιβή, την εξέλιξη της σταδιοδρομίας, τις προοπτικές προαγωγής και τις συντάξεις τους.

Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση

Όλα τα στοιχεία βασίζονται σε ένα ευρέως αναγνωρισμένο μοντέλο που ανέπτυξε ο ΟΟΣΑ, στο οποίο τα αριθμητικά στοιχεία λαμβάνονται από εθνικές πηγές (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το μοντέλο συμβουλευθείτε τις πληροφορίες στον ιστότοπο OECD - Benefits and wages).

Καθαρές αποδοχές

Οι πληροφορίες για τις καθαρές αποδοχές συμπληρώνουν τα στοιχεία για τις ακαθάριστες αποδοχές όσον αφορά το διαθέσιμο εισόδημα, με άλλα λόγια μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων από τα ακαθάριστα ποσά και την προσθήκη των οικογενειακών επιδομάτων (χρηματικά ποσά που καταβάλλονται για τα συντηρούμενα τέκνα), στην περίπτωση νοικοκυριών με παιδιά.

Το 2019 οι καθαρές αποδοχές άγαμου ατόμου χωρίς παιδιά, που κέρδιζε το 100 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία, κυμάνθηκαν από 42 584 EUR στο Λουξεμβούργο ως 6 030 EUR στη Βουλγαρία. Στα ίδια δύο κράτη μέλη της ΕΕ καταγράφηκαν, αντίστοιχα, οι υψηλότερες (57 175 EUR) και οι χαμηλότερες (6 603 EUR) μέσες καθαρές αποδοχές για έγγαμο ζευγάρι με δύο παιδιά και ένα μόνο εισόδημα (γράφημα 5).

Γράφημα 5: Ετήσιες καθαρές αποδοχές, 2019
(EUR)
Πηγή: Eurostat (earn_nt_net)


Όταν εργάζονται και τα δύο μέλη ενός έγγαμου ζευγαριού (και κερδίζουν και οι δύο τις αποδοχές ενός μέσου εργαζομένου), οι υψηλότερες ετήσιες καθαρές αποδοχές καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο, τόσο για ζευγάρι με δύο παιδιά, 94 638 EUR, όσο και για ζευγάρι χωρίς παιδιά 87 024 EUR. Στη Βουλγαρία καταγράφηκαν οι χαμηλότερες καθαρές αποδοχές, ύψους 12 102 EUR, για ζευγάρι με δύο παιδιά, και ελαφρώς χαμηλότερες, 12 061 EUR, για ζευγάρι χωρίς παιδιά.

Φορολογική επιβάρυνση

Οι δείκτες φορολογικού συντελεστή (φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας, παγίδα ανεργίας και παγίδα εργασίας με χαμηλές αποδοχές) στοχεύουν στην παρακολούθηση της ελκυστικότητας της εργασίας. Το γράφημα 6 παρουσιάζει τους δείκτες αυτούς για έναν χαμηλόμισθο που κερδίζει τα δύο τρίτα (το 67 %, ακριβέστερα) των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου στην επιχειρηματική οικονομία (NACE αναθ. 2, τομείς Β έως Ν) και είναι άγαμο άτομο χωρίς παιδιά.

Ο πρώτος δείκτης, φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας, μετρά την επιβάρυνση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης σε σχέση με το κόστος εργασίας. Ορίζεται ως φόρος εισοδήματος επί των ακαθάριστων μισθολογικών αποδοχών συν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες, εκφραζόμενος ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας. Η φορολογική επιβάρυνση στην EΕ-27 ανήλθε σε ποσοστό 39,5 % (40,1 % στην ευρωζώνη) το 2019. Η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση επί του κόστους εργασίας για τους χαμηλόμισθους το 2019 σημειώθηκε στο Βέλγιο (45,4 %), στη Γερμανία (45,2 %) και στην Ουγγαρία (44,6 %), ενώ η χαμηλότερη σημειώθηκε στη Μάλτα (27,4 %), στην Ιρλανδία (24,6 %) και στην Κύπρο (18,1 %).

Γράφημα 6: Δείκτες φορολογικού συντελεστή για τους χαμηλόμισθους — άγαμο άτομο χωρίς παιδιά, 2019
(%)
Πηγή: Eurostat (earn_nt_taxwedge), (earn_nt_unemtrp)και (earn_nt_lowwtrp)


Ο δεύτερος δείκτης, παγίδα της ανεργίας, μετρά την αναλογία (ως ποσοστό) της αύξησης των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης με υψηλότερο φορολογικό συντελεστή και καταβολής υψηλότερων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης από τους εργαζομένους και λόγω της κατάργησης του επιδόματος ανεργίας και άλλων επιδομάτων όταν ένας άνεργος βρίσκει εργασία. Το 2019 η παγίδα της ανεργίας ήταν 74,4 % στην ΕΕ-27 (74,5 % στην ευρωζώνη). Τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στο Βέλγιο (93,1 %), στο Λουξεμβούργο (90,9 %) και στη Δανία (88,9 %), ενώ τα χαμηλότερα σημειώθηκαν στη Σλοβακία (46,4 %), στην Ελλάδα (34,6 %) και στην Εσθονία (32,2 %).

Ο τρίτος δείκτης, παγίδα της εργασίας με χαμηλές αποδοχές, μετρά την αναλογία (ως ποσοστό) της αύξησης των ακαθάριστων αποδοχών που «χάνεται» λόγω φορολόγησης, μέσω των συνδυασμένων επιπτώσεων του φόρου εισοδήματος, των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, και τυχόν κατάργησης επιδομάτων σε περίπτωση που οι ακαθάριστες αποδοχές αυξηθούν από 33 % σε 67 % των μέσων αποδοχών ενός εργαζομένου. Η παγίδα εργασίας με χαμηλές αποδοχές καταγράφηκε σε ποσοστό 39,3 % στην ΕΕ-27 το 2019 (41,1 % στην ευρωζώνη)· το υψηλότερο ποσοστό παρατηρήθηκε πάλι στο Βέλγιο (60,4 %), στο Λουξεμβούργο (50,6 %) και στη Δανία (50,2 %), ενώ το χαμηλότερο παρατηρήθηκε στη Βουλγαρία (22,4 %), στην Εσθονία (21,0 %) και στην Κύπρο (8,3 %).

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Κόστος εργασίας

Το κόστος εργασίας περιλαμβάνει την αμοιβή των εργαζομένων (συμπεριλαμβανομένων των μισθών, των αποδοχών σε χρήμα και σε είδος, των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), το κόστος επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες δαπάνες (όπως το κόστος πρόσληψης, τις δαπάνες για την αγορά ρουχισμού εργασίας, και τους φόρους απασχόλησης που θεωρούνται κόστος εργασίας μείον τυχόν ληφθείσες επιδοτήσεις). Οι εν λόγω συνιστώσες του κόστους εργασίας και τα επιμέρους στοιχεία αυτών ορίζονται στον κανονισμό 1737/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005.

Οι στατιστικές του κόστους εργασίας αποτελούν ένα ιεραρχικό σύστημα πολυετών, ετήσιων και τριμηνιαίων στατιστικών στοιχείων σχεδιασμένων με σκοπό να παρέχουν μια ολοκληρωμένη και λεπτομερή εικόνα του επιπέδου, της δομής και της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης του κόστους εργασίας στους διάφορους τομείς οικονομικής δραστηριότητας στα κράτη μέλη της ΕΕ και σε ορισμένες τρίτες χώρες. Όλες οι στατιστικές βασίζονται σε έναν εναρμονισμένο ορισμό του κόστους εργασίας. Τα επίπεδα του κόστους εργασίας βασίζονται στην πλέον πρόσφατη έρευνα σχετικά με το κόστος εργασίας (επί του παρόντος στην έρευνα του 2016) και σε παρέκταση βασιζόμενη στον τριμηνιαίο δείκτη του κόστους εργασίας. Η μελέτη του κόστους εργασίας συνιστά μελέτη που διενεργείται ανά τετραετία και συγκεντρώνει ιδιαίτερα λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα του κόστους εργασίας. Για την παρέκταση του δείκτη του κόστους εργασίας, τα δεδομένα χρησιμοποιούνται μόνο σε συγκεντρωτική μορφή. Ο τριμηνιαίος δείκτης του κόστους εργασίας (ένας ευρωπαϊκός οικονομικός δείκτης) (στα αγγλικά) μετρά την πίεση από πλευράς κόστους που απορρέει από την εργασία ως συντελεστή παραγωγής. Τα δεδομένα που καλύπτει η συλλογή των δεικτών κόστους εργασίας αφορούν το συνολικό μέσο ωριαίο κόστος εργασίας και δύο κατηγορίες κόστους εργασίας: μισθούς και ημερομίσθια· εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους εργοδότες συν τους φόρους που καταβάλλονται μείον τυχόν επιδοτήσεις που λαμβάνει ο εργοδότης. Τα δεδομένα είναι διαθέσιμα για τα ευρωπαϊκά συγκεντρωτικά στοιχεία (ΕΕ και ευρωζώνη) και για τα επιμέρους κράτη μέλη της ΕΕ για ένα συγκεντρωτικό μέγεθος που καλύπτει τη βιομηχανία, τις κατασκευές και τις υπηρεσίες (εκτός από τη δημόσια διοίκηση, την άμυνα και την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση), όπως καλύπτονται από τη NACE αναθ. 2, τομείς Β έως Ν και Ο έως Σ (οι πληροφορίες αναλύονται επίσης ανά οικονομική δραστηριότητα), ανά εργάσιμη ημέρα και με εποχιακή προσαρμογή.

Ακαθάριστοι μισθοί / αποδοχές

Οι βασικοί ορισμοί όσον αφορά τις αποδοχές παρέχονται στον κανονισμό 1738/2005 της 21ης Οκτωβρίου 2005. Τα δεδομένα προέρχονται από την έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών (ΕΔΑ) που πραγματοποιείται ανά τετραετία και της οποίας η πιο πρόσφατη έκδοση χρονολογείται από τον Οκτώβριο του 2014. Οι ακαθάριστες αποδοχές καλύπτουν τη χρηματική αμοιβή που καταβάλλεται απευθείας από τον εργοδότη, πριν από την αφαίρεση των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλονται από τους μισθωτούς και παρακρατούνται από τον εργοδότη. Συμπεριλαμβάνονται όλα τα επιμίσθια, ανεξαρτήτως του αν καταβάλλονται τακτικά ή όχι (όπως ο 13ος ή ο 14ος μισθός, το επίδομα αδείας, η συμμετοχή στα κέρδη, η αποζημίωση μη ληφθείσας άδειας, τυχόν έκτακτες προμήθειες κ.ο.κ.).

Τα δεδομένα όσον αφορά τις διάμεσες αποδοχές βασίζονται στις ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές όλων των εργαζομένων (πλήρους και μερικής απασχόλησης, εξαιρουμένων των μαθητευομένων) που εργάζονται σε επιχειρήσεις με 10 και πλέον εργαζομένους και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, εκτός της γεωργίας, της αλιείας, της δημόσιας διοίκησης, των ιδιωτικών νοικοκυριών και ετερόδικων οργανισμών. Οι διάμεσες αποδοχές συνίστανται σε μια τιμή η οποία είναι μικρότερη από τις αποδοχές του μισού πληθυσμού και μεγαλύτερη από τις αποδοχές του υπόλοιπου μισού πληθυσμού.

Μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων

Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων, στη μη διορθωμένη μορφή του, ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών και των γυναικών μισθωτών, εκφραζόμενη ως ποσοστό των μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών των ανδρών μισθωτών. Η μεθοδολογία για την κατάρτιση αυτού του δείκτη έχει ως στοιχείο αναφοράς τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω της έρευνας για τη διάρθρωση των αποδοχών (ΕΔΑ), που αναθεωρείται ανά τετραετία, όταν καθίστανται διαθέσιμα τα νέα στοιχεία από την έρευνα για τη διάρθρωση των αποδοχών.

Σύμφωνα με την εν λόγω μεθοδολογία, ο δείκτης που αφορά το μη διορθωμένο μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων καλύπτει όλους τους εργαζομένους (δεν υπάρχουν περιορισμοί όσον αφορά την ηλικία και τις ώρες εργασίας) των επιχειρήσεων (που διαθέτουν τουλάχιστον 10 υπαλλήλους) στους κλάδους της βιομηχανίας, των κατασκευών και των υπηρεσιών (που καλύπτονται από τη NACE αναθ. 2 τομείς Β έως Σ εξαιρουμένου του Ξ). Ορισμένες χώρες παρέχουν επίσης πληροφορίες για τη NACE αναθ. 2 τομέας Ξ (δημόσια διοίκηση και άμυνα· υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση), μολονότι αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Οι πληροφορίες παρέχονται επίσης με ανάλυση σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ανά χρόνο εργασίας (πλήρης ή μερική απασχόληση) και με βάση την ηλικία των εργαζομένων.

Καθαρές αποδοχές και φορολογική επιβάρυνση

Οι καθαρές αποδοχές προκύπτουν από τις ακαθάριστες αποδοχές και αντιπροσωπεύουν το τμήμα της αμοιβής που οι εργαζόμενοι μπορούν πραγματικά να κρατήσουν προκειμένου να το δαπανήσουν ή να το αποταμιεύσουν. Σε σύγκριση με τις ακαθάριστες αποδοχές, οι καθαρές αποδοχές δεν περιλαμβάνουν τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους φόρους, αλλά περιλαμβάνουν τα οικογενειακά επιδόματα.

Η παγίδα της ανεργίας ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της αύξησης των ακαθάριστων αποδοχών και της αύξησης του καθαρού εισοδήματος κατά τη μετάβαση από την ανεργία στην εργασία, εκφραζόμενη ως ποσοστό επί των ακαθάριστων αποδοχών.

Πλαίσιο

Η δομή και η ανάπτυξη του κόστους εργασίας και των αποδοχών αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά κάθε αγοράς εργασίας, αντικατοπτρίζοντας την προσφορά εργασίας από ιδιώτες και τη ζήτηση εργασίας από επιχειρήσεις.

Σκοπός της ΕΕ είναι η προώθηση των ίσων ευκαιριών, δηλαδή η προοδευτική εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων. Στο άρθρο 157 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) θεσπίζεται η αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας, και στο άρθρο 157 παράγραφος 3 παρέχεται η νομική βάση για τη νομοθεσία σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας. Τον Μάρτιο του 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη Στρατηγική για την ισότητα των φύλων 2020-2025. Μεταξύ άλλων θεμάτων, αντιμετωπιζόταν το μισθολογικό και το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων:

«Η αρχή της ίσης αμοιβής για ίση εργασία ή εργασία ίσης αξίας κατοχυρώνεται στις Συνθήκες από το 1957 και έχει ενσωματωθεί στο δίκαιο της ΕΕ. Διασφαλίζει την ύπαρξη μέσων έννομης προστασίας σε περίπτωση δυσμενών διακρίσεων. Ωστόσο, οι απολαβές των γυναικών είναι, κατά μέσο όρο, χαμηλότερες από των ανδρών. Οι ανισότητες μεταξύ των φύλων που συσσωρεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής όσον αφορά την απασχόληση και τις αμοιβές αμβλύνουν ακόμη περισσότερο το συνταξιοδοτικό χάσμα, με αποτέλεσμα οι ηλικιωμένες γυναίκες να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας από τους άνδρες. Η εξάλειψη του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων απαιτεί την αντιμετώπιση όλων των γενεσιουργών αιτίων του, όπως τη μικρότερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, την αφανή και μη αμειβόμενη εργασία τους, την εντονότερη χρήση εκ μέρους τους μερικής απασχόλησης και τις συχνότερες διακοπές στη σταδιοδρομία τους, καθώς και τον κάθετο και οριζόντιο διαχωρισμό λόγω έμφυλων στερεοτύπων και διακρίσεων. Οι ανισότητες και οι διακρίσεις εντοπίζονται ευκολότερα όταν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τα επίπεδα των αμοιβών. Λόγω έλλειψης διαφάνειας, πολλές γυναίκες δεν γνωρίζουν ή δεν μπορούν να αποδείξουν ότι αμείβονται λιγότερο. Η Επιτροπή θα υποβάλει δεσμευτικά μέτρα για τη μισθολογική διαφάνεια έως το τέλος του 2020.»

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations




  • Earnings (t_earn), βλ. (στα αγγλικά):
Gender pay gap in unadjusted form (tsdsc340)
Labour cost index by NACE Rev. 2 (teilm100)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - percentage change Q/Q-1 (teilm120)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - percentage change Q/Q-4 (teilm130)
Labour cost index by NACE Rev. 2 - Index (2012=100) (teilm140)