Statistics Explained

Archive:Εθνικοί λογαριασμοί και ΑΕΠ


Στοιχεία εξαχθέντα τον Αύγουστο του 2020.

Προγραμματισμένη επικαιροποίηση του άρθρου: Νοέμβριος 2021.


This Statistics Explained article has been archived on 30 July 2021.


Highlights

Το ΑΕΠ στην ΕΕ-27 αυξήθηκε το 2019 για έκτο κατά σειρά έτος· η αύξηση που καταγράφηκε στη ζώνη του ευρώ ήταν, επίσης, η έκτη κατά σειρά αύξηση.

Αποκλίνουσες διαρθρωτικές εξελίξεις την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ-27: το ποσοστό των κατασκευών και των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών επί της συνολικής προστιθέμενης αξίας μειώθηκε, ενώ το ποσοστό των επιχειρηματικών υπηρεσιών αυξήθηκε.

Το 2019 η οικονομία της ΕΕ-27 σημείωσε την έκτη κατά σειρά ετήσια αύξηση επενδύσεων.

[[File:National accounts and GDP-interactive_FP2020-EL.xlsx]]

Πραγματική αύξηση του ΑΕΠ, 2009-2019

Οι εθνικοί λογαριασμοί αποτελούν πηγή πολλών γνωστών οικονομικών δεικτών οι οποίοι παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο. Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) είναι η συχνότερα χρησιμοποιούμενη μονάδα μέτρησης του συνολικού μεγέθους μιας οικονομίας, ενώ παράγωγοι δείκτες, όπως το ΑΕΠ ανά κάτοικο (κατά κεφαλή ΑΕΠ) — για παράδειγμα, σε ευρώ ή προσαρμοσμένο ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών (εκφραζόμενες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, ΜΑΔ) — χρησιμοποιούνται ευρέως για τη σύγκριση των συνθηκών διαβίωσης, ή για την παρακολούθηση της οικονομικής σύγκλισης ή απόκλισης στο εσωτερικό της Eυρωπαϊκής Ένωσης (EΕ).

Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη ειδικών συνιστωσών του ΑΕΠ και συναφών δεικτών, όπως οι δείκτες οικονομικής παραγωγής, εισαγωγών και εξαγωγών, εγχώριας (ιδιωτικής και δημόσιας) κατανάλωσης ή επενδύσεων, καθώς και στοιχείων για την κατανομή του εισοδήματος και των αποταμιεύσεων, μπορεί να παράσχει πολύτιμες πληροφορίες για τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας και, συνεπώς, να αποτελέσει τη βάση για τον σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση συγκεκριμένων ενωσιακών πολιτικών.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύεται κάθε χρόνο με ετήσια στοιχεία. Αυτή η έκδοση του 2020 περιγράφει μόνο την κατάσταση έως το έτος 2019. Κατά συνέπεια, τα πρώτα πορίσματα για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις λόγω της νόσου COVID-19 θα είναι διαθέσιμα μόνο στην έκδοση του άρθρου για το 2021, ενώ η πλήρης κλίμακα της κρίσης θα αποκαλυφθεί μόνο σε μεταγενέστερες εκδόσεις.

Full article

Εξελίξεις του ΑΕΠ στην ΕΕ-27: αύξηση από το 2014

Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση οδήγησε σε σοβαρή ύφεση στην ΕΕ-27 το 2009 (βλέπε σχήμα 1), την οποία ακολούθησε ανάκαμψη το 2010. Η κρίση ξεκίνησε νωρίτερα στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς ήδη από το 2008 είχαν καταγραφεί αρνητικά ετήσια ποσοστά μεταβολής του ΑΕΠ (σε πραγματικούς όρους), με επιδείνωση το 2009, πριν σημειωθεί ανάκαμψη το 2010. Αντιθέτως, η οικονομική παραγωγή της Κίνας (περιλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ) εξακολούθησε να αυξάνεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό στη διάρκεια της κρίσης (σχεδόν κατά 10 % ετησίως), σημείωσε κάποια επιβράδυνση κατά τα επόμενα έτη, αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερη απ’ όλες τις άλλες οικονομίες που παρουσιάζονται στο σχήμα 1.

Η κρίση ήταν ήδη εμφανής στην EΕ-27 το 2008, όταν σημειώθηκε σημαντική μείωση του ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ και στη συνέχεια ακολούθησε πτώση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 4,3 % το 2009. Κατά την ανάκαμψη στην ΕΕ-27 ο δείκτης όγκου του ΑΕΠ (με βάση αλυσιδωτούς δείκτες όγκου) αυξήθηκε κατά 2,2 % το 2010, ενώ σημειώθηκε νέα αύξηση 1,8 % το 2011. Στη συνέχεια, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,7 % το 2012, η δε μεταβολή το 2013 ήταν αμελητέα, πριν καταγραφεί θετικό ποσοστό μεταβολής το 2014 (1,6 %). Από το 2015 έως το 2018 η ανάπτυξη ήταν σχετικά σταθερή, μεταξύ 2,0 % και 2,8 % κάθε χρόνο. Το 2019 η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε, καθώς η ΕΕ-27 κατέγραψε πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,5 %.

Στη ζώνη του ευρώ (ΖΕ-19), τα αντίστοιχα ποσοστά μεταβολής ήταν παρόμοια με εκείνα που καταγράφηκαν στην ΕΕ-27: οι συρρικνώσεις που καταγράφηκαν το 2009 και το 2012 ήταν εντονότερες (-4,5 % και -0,9 %) σε σύγκριση με την ΕΕ-27 και η συρρίκνωση του 2012 διατηρήθηκε το 2013 (-0,2 %), ενώ δεν υπήρξε μεταβολή στην ΕΕ-27 το 2013. Ενώ στη ζώνη του ευρώ σημειωνόταν αύξηση κάθε χρόνο που σημειωνόταν αύξηση στην ΕΕ-27, ο ρυθμός ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ ήταν συνήθως χαμηλότερος κατά 0,1 ή 0,2 ποσοστιαία μονάδα. Συνεπώς, κατά την περίοδο 2009-2019 η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ ήταν ελαφρώς ασθενέστερη από την αντίστοιχη για την ΕΕ-27 συνολικά.

Σχήμα 1: Ποσοστό μεταβολης του πραγματικού ΑΕΠ, 2009-2019
(% μεταβολής σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος)
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp)

Στο εσωτερικό της ΕΕ, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ παρουσίασε μεγάλες διαφορές, τόσο χρονικά όσο και μεταξύ κρατών μελών της ΕΕ (βλέπε πίνακα 1). Έπειτα από συρρίκνωση σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτός από την Πολωνία το 2009, η οικονομική αύξηση επανέκαμψε σε 23 κράτη μέλη το 2010, ενώ σε 23 κράτη μέλη καταγράφηκε επίσης αύξηση το 2011. Ωστόσο, το 2012 η εξέλιξη αυτή άλλαξε, καθώς λίγο παραπάνω από τα μισά (14) κράτη μέλη ανέφεραν οικονομική μεγέθυνση, ενώ στα υπόλοιπα κράτη μέλη σημειώθηκε μείωση της οικονομικής παραγωγής. Στη συνέχεια, ακόμη περισσότερα κράτη μέλη κατέγραψαν αύξηση εκ νέου, καθώς ο αριθμός των κρατών που κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής έφτασε τα 16 το 2013 και αυξήθηκε στα 23 το 2014 και στα 26 το 2015 και το 2016. Και τα 27 κράτη μέλη κατέγραψαν θετικό ποσοστό μεταβολής το 2017 (κάτι που έγινε για πρώτη φορά από το 2007) και το ίδιο συνέβη ξανά το 2018 και το 2019. Το μοναδικό κράτος μέλος με αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2015 και το 2016 ήταν η Ελλάδα, η οποία κατέγραψε πτώση κατά 0,4 % και κατά 0,2 % ύστερα από αύξηση κατά 0,7 % το 2014 και πέντε διαδοχικές μειώσεις της οικονομικής παραγωγής κατά την περίοδο 2009-2013.

Πίνακας 1: Ποσοστό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ, 2009-2019
Πηγή: Eurostat (naida_10_gdp)

Tα υψηλότερα ποσοστά αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2019 καταγράφηκαν στην Iρλανδία (5,6 %), στην Ουγγαρία (4,9 %) και στη Mάλτα (4,7 %), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά μεταβολής καταγράφηκαν στη Γερμανία (0,6 %) και στην Ιταλία (0,3 %).

Μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 1,6 % την τελευταία δεκαετία στην ΕΕ-27 και 1,4 % στη ζώνη του ευρώ

Η Πολωνία κατέγραψε σταθερά θετικά ποσοστά μεταβολής καθ’ όλη την περίοδο που παρουσιάζεται στον πίνακα 1, όπως και η Αλβανία, το Κοσσυφοπέδιο* (στοιχεία από το 2009 έως το 2018) και η Κίνα (στοιχεία από το 2009 έως το 2018) μεταξύ των τρίτων χωρών στον πίνακα. Το Βέλγιο, η Βουλγαρία, η Δανία, η Γερμανία, η Εσθονία, η Ιρλανδία, η Γαλλία, η Λιθουανία, η Μάλτα και η Σλοβακία σημείωσαν το δέκατο συνεχές θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2019· το ίδιο ισχύει επίσης για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Τουρκία σημείωσε το ένατο συνεχές θετικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής το 2018.

Οι συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης μείωσαν τις συνολικές επιδόσεις των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ σύμφωνα με την ανάλυση των εξελίξεων την τελευταία δεκαετία. Tα ετήσια μέσα ποσοστά μεταβολής της ΕΕ-27 και της ζώνης του ευρώ (ΖE-19) μεταξύ του 2009 και του 2019 ήταν 1,6 % και 1,4 % αντίστοιχα (βλέπε πίνακα 1). Η υψηλότερη αύξηση μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με αυτή τη μέτρηση, καταγράφηκε για την Ιρλανδία (μέση ετήσια αύξηση 6,0 % στην οποία περιλαμβάνεται μια εξαιρετική αύξηση το 2015 που αντικατοπτρίζει τις δραστηριότητες πολυεθνικών εταιρειών), ενώ ακολουθούν η Μάλτα (5,7 %), η Eσθονία (3,7 %), η Πολωνία (3,6 %) και η Λιθουανία (3,5 %· σημειώνεται ότι υπάρχει διακοπή της χρονικής σειράς). Αντιθέτως, η μέση ετήσια αύξηση ήταν κάτω από 1,0 % στην Πορτογαλία και την Ιταλία και η συνολική εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ ήταν αρνητική κατά την περίοδο 2009-2019 στην Ελλάδα.

Συχνά, οι συγκρίσεις μεταξύ χωρών γίνονται χρησιμοποιώντας τις μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) οι οποίες είναι αξίες προσαρμοσμένες έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των χωρών. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που παρουσιάζονται στα σχήματα 2 και 3 και στον πίνακα 2 είναι σε τρέχουσες τιμές και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των ποσοστών μεταβολής λόγω του πληθωρισμού και των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Το 2019 το ΑΕΠ στην ΕE-27 έφτασε στα 13,9 τρισ. ΜΑΔ ( 13 900 δισ. ΜΑΔ ) — να σημειωθεί ότι για την ΕΕ-27, μία ΜΑΔ ισοδυναμεί με ένα ευρώ. Συνεπώς, το ΑΕΠ της ΕΕ-27 σε ΜΑΔ παρέμεινε χαμηλότερο από εκείνο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια κάθε έτους της περιόδου από το 2009 έως το 2019 (όπως φαίνεται στο σχήμα 2· Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι τα αριθμητικά στοιχεία για τις ΜΑΔ πρέπει να χρησιμοποιούνται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών και όχι για χρονικές συγκρίσεις, δεδομένου ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν χρονοσειρές για μεθοδολογικούς λόγους). Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η Κίνα είχε κατά παράδοση χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής παραγωγής από την ΕΕ-27 ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ότι η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει λόγω της ραγδαίας και συνεχούς ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας. Το ΑΕΠ της Κίνας σε ΜΑΔ ανήλθε το 2013 σε επίπεδο υψηλότερο — για πρώτη φορά — από εκείνο που καταγράφηκε για την ΕΕ-27. Το 2016 το ΑΕΠ της Κίνας σε ΜΑΔ έφτασε στα ίδια επίπεδα με εκείνα που καταγράφηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ το 2017 υπερέβη το επίπεδο των Ηνωμένων Πολιτειών (κατάσταση που έκτοτε διατήρησε η Κίνα).

Σχήμα 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2009-2019
(δισ. ΜΑΔ)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Το 2019 η Γερμανία αντιπροσώπευε πάνω από το ένα πέμπτο του ΑΕΠ της ΕΕ-27 βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ

Η ζώνη του ευρώ αντιπροσώπευε το 81,1 % του ΑΕΠ της ΕE-27 το 2019 (βάσει μετρήσεων σε ΜΑΔ), σημειώνοντας μείωση από το 83,2 % που είχε καταγραφεί το 2009. Το 2019 το άθροισμα των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία) αντιπροσώπευε μόλις πάνω από τα τρία πέμπτα (60,7 %) του ΑΕΠ της ΕΕ-27, το οποίο ήταν κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το ποσοστό τους πριν από μία δεκαετία (το 2009). Η Γερμανία αντιπροσώπευε από μόνη της το 22,4 % του ΑΕΠ της ΕΕ-27 το 2019, γεγονός που συνιστά αύξηση από το 21,5 % το 2009. Τα ποσοστά των άλλων τριών μεγαλύτερων κρατών μελών μειώθηκαν μεταξύ του 2009 και του 2019, κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες στην Ιταλία, κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα στην Ισπανία και κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα στη Γαλλία.

Το 2019 το ΑΕΠ ανά κάτοικο ήταν κατά μέσο όρο 31 100 ευρώ σε όλη την ΕΕ-27

Για την αξιολόγηση του βιοτικού επιπέδου είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται το ΑΕΠ ανά κάτοικο, με άλλα λόγια, το ΑΕΠ προσαρμοσμένο για το μέγεθος μιας οικονομίας σε σχέση με τον πληθυσμό της: ο πληθυσμός της ΕΕ-27 το 2019 ήταν 448 εκατομμύρια. Το 2019 το μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο για την ΕΕ-27 (σε τρέχουσες τιμές) ήταν 31,1 χιλιάδες ευρώ. Οι τιμές που εκφράζονται σε ΜΑΔ έχουν προσαρμοστεί για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Η σχετική θέση των μεμονωμένων χωρών μπορεί να εκφραστεί συγκριτικά με τον μέσο όρο της ΕΕ-27, ο οποίος έχει οριστεί σε 100 (βλέπε το δεξί μέρος του πίνακα 2). Βάσει αυτής της μέτρησης, η υψηλότερη τιμή μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 καταγράφηκε για το Λουξεμβούργο, όπου το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ ήταν περίπου 2,6 φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2019 (γεγονός που εξηγείται εν μέρει από τη σημασία των διασυνοριακών εργαζομένων από το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία). Από την άλλη, στη Βουλγαρία, το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ ήταν ελάχιστα υψηλότερο από το ήμισυ του μέσου όρου της ΕΕ-27.

Πίνακας 2: ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2009 και 2017-2019
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Η εξέλιξη των αριθμητικών στοιχείων για τις ΜΑΔ κατά την τελευταία δεκαετία δείχνει ότι υπήρξε κάποια σύγκλιση ως προς το βιοτικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 μετακινήθηκαν από θέσεις κάτω του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2009, σε πλησιέστερες προς τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2019, παρά την εμφάνιση ορισμένων εμποδίων στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης — βλ. σχήμα 3. Η Κύπρος αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς μετακινήθηκε από θέση πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (106 % του μέσου όρου της ΕΕ-27 το 2009) σε θέση κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (89 %). Μεταξύ των παλαιότερων κρατών μελών, η Ιταλία και η Ισπανία μετακινήθηκαν επίσης από μια θέση πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 σε μια θέση κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία μετακινήθηκαν ακόμη πιο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Η Δανία, η Γερμανία και το Λουξεμβούργο μετακινήθηκαν ακόμη πιο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, όπως συνέβη μάλιστα και με την Ιρλανδία. Τα υπόλοιπα κράτη μέλη της EΕ-15 — Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Σουηδία, Φινλανδία και Κάτω Χώρες — μετακινήθηκαν από θέσεις πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2009 σε θέσεις που πλησιάζουν (αλλά εξακολουθούν να βρίσκονται πάνω από) τον μέσο όρο της ΕΕ-27 το 2019.

Σχήμα 3: Κατά κεφαλή ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2009 και 2019
(EΕ-27 = 100· με βάση τις ΜΑΔ ανά κάτοικο)
Πηγή: Eurostat (prc_ppp_ind)

Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στην ΕΕ-27 ανά οικονομική δραστηριότητα

Σχεδόν τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-27 το 2019 δημιουργήθηκαν στο τομέα των υπηρεσιών

Εξετάζοντας το ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής, στον πίνακα 3 παρέχεται επισκόπηση της σχετικής σημασίας 10 οικονομικών δραστηριοτήτων (όπως ορίζονται από τη NACE Αναθ. 2) όσον αφορά τη συνεισφορά τους στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τρέχουσες βασικές τιμές.

Μεταξύ του 2009 και του 2019 το ποσοστό της βιομηχανίας επί της προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-27 αυξήθηκε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε 19,7 %, υπερβαίνοντας έτσι το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης ως η μεγαλύτερη από αυτές τις 10 δραστηριότητες· το ποσοστό της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στο διανεμητικό εμπόριο, στις μεταφορές, στις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης ήταν το ίδιο το 2009 και το 2019 και ανερχόταν σε 19,3 %. Η μεγαλύτερη αύξηση κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία μονάδα από 10,2 % σε 11,3 %, καταγράφηκε για τις επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες — στο εξής «επιχειρηματικές υπηρεσίες» — οι οποίες έγιναν η τέταρτη μεγαλύτερη δραστηριότητα, υπερβαίνοντας τις κτηματομεσιτικές δραστηριότητες. Οι μόνες άλλες δραστηριότητες που καταγράφουν αυξημένο ποσοστό ήταν οι υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (αύξηση κατά 0,3 ποσοστιαία μονάδα σε 5,0 %) και η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία (αύξηση κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε 1,8 %).

Η τρίτη μεγαλύτερη δραστηριότητα το 2019 (μέτρηση βάσει της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) ήταν οι δραστηριότητες δημόσιας διοίκησης, άμυνας, εκπαίδευσης, υγείας και κοινωνικής μέριμνας· το ποσοστό της επί της συνολικής προστιθέμενης αξίας μειώθηκε κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα και έφτασε το 18,7 το 2019. Οι άλλες δραστηριότητες που κατέγραψαν εξίσου μεγάλες μειώσεις στο ποσοστό οικονομικής παραγωγής τους ήταν οι κατασκευές (μείωση κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα σε 5,6 %) και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες (μείωση κατά 0,7 ποσοστιαία μονάδα σε 4,5 %). Και οι δύο υπόλοιπες δραστηριότητες κατέγραψαν μικρότερες μειώσεις στο ποσοστό οικονομικής παραγωγής τους: το ποσοστό των δραστηριοτήτων διαχείρισης ακίνητης περιουσίας μειώθηκε κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα σε 10,8 % και, ως εκ τούτου, μετακινήθηκε από τέταρτη σε πέμπτη μεγαλύτερη δραστηριότητα· η δεύτερη μικρότερη συνεισφορά (μεγαλύτερη από τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία) προήλθε από τις τέχνες, την ψυχαγωγία και άλλες υπηρεσίες, το ποσοστό των οποίων μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαία μονάδα σε 3,3 %.

Πίνακας 3: Ακαθάριστη προστιθέμενη αξία σε τρέχουσες βασικές τιμές, 2009 και 2019
(% επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)

Οι υπηρεσίες συνεισέφεραν το 72,9 % της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ΕΕ-27 το 2019 σε σύγκριση με 73,2 % το 2009. Η σχετική σημασία των υπηρεσιών ήταν ιδιαίτερα υψηλή στο Λουξεμβούργο, στη Μάλτα, στην Κύπρο, στη Γαλλία, στην Ελλάδα, στις Κάτω Χώρες, στο Βέλγιο και στην Πορτογαλία, όπου αντιπροσώπευαν τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της συνολικής προστιθέμενης αξίας. Αντιθέτως, το ποσοστό των υπηρεσιών κυμαινόταν μεταξύ 61 % και 66 % στην Ιρλανδία, στην Τσεχία, στη Ρουμανία, στην Πολωνία, στη Σλοβακία, στη Σλοβενία και στην Ουγγαρία, που κατέγραψαν όλες σχετικά υψηλά ποσοστά για τη βιομηχανία.

Αποκλίνουσες εξελίξεις των οικονομικών δραστηριοτήτων κατά την τελευταία δεκαετία

Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι, τουλάχιστον εν μέρει, το αποτέλεσμα φαινομένων όπως οι τεχνολογικές αλλαγές, εξελίξεις των σχετικών τιμών, η εξωτερική ανάθεση και η παγκοσμιοποίηση, που συχνά οδηγούν στη μετακίνηση των δραστηριοτήτων μεταποίησης και ορισμένων υπηρεσιών (εκείνων που μπορούν να παρέχονται εξ αποστάσεως, όπως διαδικτυακά ή μέσω τηλεφωνικών κέντρων) σε περιοχές με φθηνότερο κόστος εργασίας, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ-27. Επιπλέον, αρκετές δραστηριότητες επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση και τις συνέπειές της, αλλά για τις περισσότερες δραστηριότητες ο κύριος αντίκτυπος της κρίσης ήταν μεταξύ 2007 και 2009, δηλαδή πριν από τις χρονοσειρές που παρουσιάζονται στα σχήματα 4 και 5.

Μεταξύ 2009 και 2014 η οικονομική παραγωγή της γεωργίας, της δασοκομίας και της αλιείας στην ΕΕ-27 παρουσίασε διακυμάνσεις, με ποσοστά μεταβολής που κυμαίνονταν από -4,7 % έως 5,4 %. Στη συνέχεια, οι μεταβολές είχαν βραδύτερο ρυθμό, με μειώσεις κατά 0,7 % και 1,1 % το 2015 και το 2016, ακολουθούμενες από τρεις σχετικά μικρές αυξήσεις (0,4 % -1,3 %) μεταξύ 2017 και 2019. Συνολικά, η οικονομική παραγωγή ήταν κατά 5,0 % υψηλότερη το 2019 από ό,τι το 2009. Η βιομηχανική παραγωγή της ΕΕ-27 αυξήθηκε κατά 11,9 % μεταξύ 2009 και 2011, καθώς ανέκαμψε από την κρίση, αλλά μειώθηκε κατά 2,3 % μεταξύ 2011 και 2013. Στη συνέχεια, η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε με σχετικά ταχύ ρυθμό τα επόμενα τέσσερα έτη (με ετήσιες αυξήσεις μεταξύ 2,4 % και 3,3 %) και με βραδύτερο ρυθμό (1,9 %) το 2018, πριν παρουσιάσει συρρίκνωση κατά 0,5 % το 2019. Η βιομηχανική παραγωγή ήταν κατά 24,5 % υψηλότερη το 2019 από ό,τι το 2009. O κλάδος των κατασκευών γνώρισε τη σοβαρότερη και πιο μακροχρόνια συρρίκνωση μετά την κρίση, καθώς η οικονομική παραγωγή του μειώθηκε κατά 14,9 % σε όλη την ΕΕ-27 μεταξύ του 2009 και του 2013 (παρόλο που είχε ήδη υπάρξει πτώση το 2008 και το 2009), με μειώσεις της οικονομικής παραγωγής σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Επομένως, η αύξηση κατά 1,6 % που καταγράφηκε στον κλάδο των κατασκευών το 2015 (σε συνέχεια της μηδενικής μεταβολής το 2014) ήταν η πρώτη ετήσια αύξηση της οκταετίας, ενώ ακολούθησε αύξηση μεταξύ 1,3 % και 3,8 % έως το 2019. Παρά την πρόσφατη αυτή περίοδο συνεχούς ανάπτυξης, η παραγωγή του κλάδου των κατασκευών το 2019 ήταν κατά 3,4 % χαμηλότερη απ’ ό,τι το 2009 (και, ως εκ τούτου, σημαντικά χαμηλότερη απ’ ό,τι πριν από την έναρξη της κρίσης).

Δύο δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών — οι υπηρεσίες πληροφόρησης και επικοινωνίας και οι δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας — παρουσίασαν θετικούς ετήσιους ρυθμούς μεταβολής κάθε χρόνο μεταξύ του 2009 και του 2019. Παρόμοια κατάσταση καταγράφηκε για τις επιχειρηματικές υπηρεσίες με εξαίρεση μια ελαφρά μείωση κατά 0,2 % το 2012, για τις δραστηριότητες δημόσιας διοίκησης, άμυνας, εκπαίδευσης, ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, εξαιρουμένης της μηδενικής μεταβολής το 2012 και μιας μικρής μείωσης κατά 0,1 % το 2013, και για το διανεμητικό εμπόριο, τις μεταφορές, τις υπηρεσίες στέγασης και εστίασης, εξαιρουμένης μιας μείωσης κατά 0,5 % το 2013. Μεταξύ αυτών, η ταχύτερη συνολική αύξηση μεταξύ του 2009 και του 2019 αφορούσε την πληροφόρηση και τις επικοινωνίες, καθώς η παραγωγή το 2019 ήταν κατά 48,9 % υψηλότερη απ’ ό,τι το 2009· η βραδύτερη αύξηση σημειώθηκε στις δραστηριότητες δημόσιας διοίκησης, άμυνας, εκπαίδευσης, ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής πρόνοιας (αύξηση κατά 9,5 % συνολικά). Οι δύο υπόλοιπες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών — χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, καθώς και καλλιτεχνικές, ψυχαγωγικές και άλλες υπηρεσίες — κατέγραψαν αμφότερες τρία έτη μείωσης της παραγωγής μεταξύ του 2009 και του 2019 και σχετικά μέτρια συνολική αύξηση, κατά 5,4 % και 4,8 % αντίστοιχα.

Το 2019 όλες οι δραστηριότητες σε όλη την ΕΕ-27 κατέγραψαν αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας τους σε σύγκριση με το 2018, εξαιρουμένης της βιομηχανίας. Οι δραστηριότητες με τη μεγαλύτερη αύξηση ήταν οι δραστηριότητες πληροφοριών και επικοινωνιών (3,9 %) και οι κατασκευές (3,4 %). Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 0,5 %, ενώ η βραδύτερη αύξηση μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων αφορούσε τη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία (0,4 %).

Σχήμα 4: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-27, 2009-2019
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)


Σχήμα 5: Εξελίξεις για την πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, ΕΕ-27, 2009-2019
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10)

Παραγωγικότητα της εργασίας

Για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις του πληθωρισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο μπορεί να υπολογιστεί χρησιμοποιώντας στοιχεία προσαρμοσμένα ώστε να ληφθούν υπόψη οι μεταβολές των τιμών. Η ανάλυση της παραγωγικότητας της εργασίας ανά απασχολούμενο σε πραγματικούς όρους (με βάση αλυσιδωτούς δείκτες όγκου) στη διάρκεια της δεκαετίας 2009-2019 δείχνει ότι υπήρξε αύξηση για τις περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες στην ΕΕ-27, ενώ τα υψηλότερα κέρδη παραγωγικότητας καταγράφηκαν στη γεωργία, τα δάση και την αλιεία (συνολική αύξηση κατά 30,1 %), στη βιομηχανία (24,3 %) και στις υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών (22,8 %) — βλέπε σχήμα 6. Επισημαίνεται ότι μια ακριβής σύγκριση των επιπέδων παραγωγικότητας της εργασίας σε πραγματικούς όρους μεταξύ δραστηριοτήτων μπορεί να αναλυθεί μόνο για το έτος αναφοράς 2010, λόγω της μη προσθετικότητας των αλυσιδωτών δεικτών όγκου.

Σχήμα 6: Παραγωγικότητα της πραγματικής εργασίας, EΕ-27, 2009, 2014 και 2019
(χιλιάδες ευρώ ανά εργαζόμενο)
Πηγή: Eurostat (nama_10_a10) και (nama_10_a10e)

Περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της παραγωγικότητας της πραγματικής εργασίας, μετρούμενα είτε ανά απασχολούμενο είτε ανά ώρα εργασίας παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά απασχολούμενο αυξήθηκε, σε πραγματικούς όρους, από το 2009 έως το 2019 σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ-27, ενώ στην Ελλάδα καταγράφηκε μείωση (δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα). Επίσης, κατά την ίδια περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα εργασίας αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ-27 πλην της Ελλάδας (και εδώ, δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τη Μάλτα). Αν εξαιρεθούν τα κράτη μέλη με διακοπή της χρονικής σειράς (βλ. πίνακα 4), οι μεγαλύτερες αυξήσεις (σε ποσοστό επί τοις εκατό) για αμφότερες τις εν λόγω μονάδες μέτρησης της παραγωγικότητας της εργασίας καταγράφηκαν στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στην Εσθονία και στη Λετονία, ενώ οι μικρότερες (εκτός της Ελλάδας) καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο και στην Ιταλία.

Πίνακας 4: Πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας, 2009, 2014 και 2019
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_a10_e)

Καταναλωτικές δαπάνες

Περνώντας στην ανάλυση της εξέλιξης των συνιστωσών του ΑΕΠ από πλευράς δαπανών, σημειώνεται ότι οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες σε όλη την EE-27 αυξήθηκαν κατά 10,8 % σε όγκο μεταξύ του 2009 και του 2019 (βλέπε σχήμα 7), παρά τις ελαφρές μειώσεις που σημειώθηκαν το 2012 και το 2013. Οι τελικές καταναλωτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν με κάπως αργότερο ρυθμό, κατά 10,0 % μεταξύ του 2009 και του 2019. Κατά την ίδια περίοδο, ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου ήταν σχετικά ασταθής: αυξήθηκε μεταξύ του 2009 και του 2011 κατά 8,2 %, μειώθηκε σχεδόν κατά το ίδιο ποσοστό (8,1 %) μεταξύ του 2011 και του 2013 και στη συνέχεια ακολούθησε ανοδική πορεία έως το 2019, ενώ αυξήθηκε κατά 26,9 % μεταξύ του 2013 και του 2019. Η αύξηση των εξαγωγών υπερέβη την αύξηση των εισαγωγών μεταξύ του 2009 και του 2013, καθώς και το 2017, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν ταχύτερα σε πέντε από τα έξι έτη από το 2014 έως το 2019. Κατά την περίοδο 2009-2019 οι εξαγωγές αυξήθηκαν συνολικά κατά 61,0 %, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 55,3 %.

Σχήμα 7: Εξελίξεις σχετικά με τις πραγματικές καταναλωτικές δαπάνες, τον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές, EΕ-27, 2009-2019
(2010 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Έπειτα από πτώση το 2009, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) στην ΕΕ-27 ανέκαμψαν το 2010 (αύξηση κατά 0,9 % σε όγκο) και το 2011 (0,3 %), ενώ στη συνέχεια μειώθηκαν ξανά το 2012 (0,9 %) και το 2013 (0,5 %). Στη συνέχεια οι εν λόγω δαπάνες αυξήθηκαν επί έξι συναπτά έτη, με αυξήσεις που σημείωσαν αρχικά επιτάχυνση από 1,1 % σε 2,2 % και κατόπιν επιβράδυνση σε 1,6 % το 2019.

Το 2010 ο ρυθμός ανάπτυξης για τις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης της ΕΕ-27 επιβραδύνθηκε σε όγκο και αυτό το ποσοστό μεταβολής παρέμεινε σχετικά σταθερό (εντός του φάσματος του -0,2 % έως 0,4 %) μεταξύ του 2011 και του 2013, ενώ στη συνέχεια επανήλθε σε κάπως μεγαλύτερη αύξηση (μεταξύ 1,0 % και 2,0 %) από το 2014 έως το 2019.

Επενδύσεις

Παρά την αύξηση που καταγράφηκε το 2011 (2,0 %), o ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-27 δεν κατόρθωσε να ανακάμψει πλήρως από την απότομη πτώση του το 2009 (-11,3 %) και σημείωσε ξανά αρνητικό ποσοστό μεταβολής το 2012 και το 2013. Εντούτοις, κατά την περίοδο 2014-2019 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην ΕΕ-27 αυξήθηκε, σημειώνοντας ετήσιες αυξήσεις της τάξης του 2,1 % έως 5,6 %.

Σχήμα 8: Πραγματικό ετήσιο ποσοστό μεταβολής των συνιστωσών δαπάνης του ΑΕΠ, EΕ-27, 2009-2019
(%)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Σε όρους τρεχουσών τιμών, οι δαπάνες κατανάλωσης των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά συνεισέφεραν το 53,2 % του ΑΕΠ της EE-27 το 2019, ενώ το ποσοστό του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου ήταν 22,5 και το ποσοστό των δαπανών της γενικής κυβέρνησης ήταν 20,6 %, ενώ το εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών ήταν 3,8 % (βλ. σχήμα 9).

Σχήμα 9: Συνιστώσες δαπάνης του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EΕ-27, 2019
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp), (tec00009), (tec00010), (tec00011) and (tec00110)

Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ-27 υπήρξαν μεγάλες διακυμάνσεις ως προς την ένταση επενδύσεων (βλέπε σχήμα 10) και αυτό μπορεί, εν μέρει, να αντανακλά τα διαφορετικά στάδια οικονομικής ανάπτυξης καθώς και αναπτυξιακής δυναμικής τα τελευταία χρόνια. To 2019 ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου (σε τρέχουσες τιμές) ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 22,1 % στην EE-27 και σχεδόν πανομοιότυπος (22,0 %) στη ζώνη του ευρώ. Ήταν ο υψηλότερος με διαφορά στην Ιρλανδία (45,6 %), ενώ η Ουγγαρία (28,6 %), η Τσεχία (26,2 %) και η Εσθονία (26,1 %) κατέγραψαν επίσης ποσοστά πάνω από 25,0 %. Το χαμηλότερο ποσοστό ήταν μακράν στην Ελλάδα (11,4 %).

Σχήμα 10: Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2019
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Η μεγάλη πλειονότητα των επενδύσεων στην ΕΕ-27 πραγματοποιήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, όπως φαίνεται στον πίνακα 5: το 2019 οι επενδύσεις από επιχειρήσεις και νοικοκυριά αποτελούσαν το 19,4 % του ΑΕΠ της EE-27, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των επενδύσεων του δημόσιου τομέα ήταν 3,0 %. Σε σχέση με το ΑΕΠ, η Ουγγαρία και η Κύπρος (και για τις δύο 5,8 %· στοιχεία του 2018) είχαν τους υψηλότερους λόγους δημόσιων επενδύσεων προς ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις του επιχειρηματικού τομέα ήταν υψηλότερες στην Ιρλανδία (19,1 %· στοιχεία του 2018), στην Τσεχία (16,4 %) και στη Σουηδία (16,4 %), ενώ οι επενδύσεις των νοικοκυριών ήταν υψηλότερες στη Φινλανδία (7,2 %) και στην Κύπρο (7,1 %· στοιχεία του 2018). Οι επενδύσεις των νοικοκυριών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) το 2018 ήταν σημαντικά χαμηλότερες απ’ ό,τι το 2009 στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, ενώ ήταν σημαντικά υψηλότερες στη Ρουμανία (το 2019 σε σύγκριση με το 2009).

Πίνακας 5: Επενδύσεις σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2009, 2014 και 2019
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nasa_10_ki)

Εισόδημα

Η ανάλυση του ΑΕΠ στην ΕΕ-27 από την πλευρά του εισοδήματος δείχνει ότι στην κατανομή μεταξύ των συντελεστών παραγωγής του εισοδήματος που προκύπτει από την παραγωγική διαδικασία κυριάρχησε το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, το οποίο αντιπροσώπευε το 47,5 % του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές της αγοράς το 2019. Tο ποσοστό του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος ήταν 40,6 % του ΑΕΠ, ενώ το ποσοστό των φόρων επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον επιδοτήσεις ήταν 11,9 % (βλ. σχήμα 11). Η Iρλανδία είχε το χαμηλότερο ποσοστό εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας στο ΑΕΠ (28,2 %), και ακολουθούσαν η Ελλάδα (34,7 %), ενώ ποσοστά που υπερέβαιναν το 50,0 % καταγράφηκαν στη Σλοβενία, στη Γαλλία, στη Δανία και στη Γερμανία (όπου και το υψηλότερο ποσοστό 53,6 %). Στην περίπτωση της Ιρλανδίας το ιδιαίτερα χαμηλό ποσοστό αυτό αποτελεί συνέπεια των επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης.

Σχήμα 11: Κατανομή εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, 2019
(% ποσοστό του ΑΕΠ)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Το 2011 τα συνολικά μεγέθη εισοδήματος είχαν ανακάμψει από τις ζημίες που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας αυξανόταν κάθε χρόνο μεταξύ του 2009 και του 2019 στην ΕΕ-27, με αύξηση 30,5 % κατά την περίοδο αυτή (σε τρέχουσες τιμές). Όσον αφορά το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και το μεικτό εισόδημα, η συνολική αύξηση ήταν σχεδόν η ίδια (αύξηση κατά 29,9 %)· η αύξηση αυτή συνίστατο σε ετήσιες αυξήσεις για κάθε έτος εκτός από το 2012. Τα έσοδα από φόρους επί της παραγωγής και των εισαγωγών αυξήθηκαν κάθε χρόνο μεταξύ του 2009 και του 2019, με αποτέλεσμα συνολική αύξηση κατά 43,1 %.

Σχήμα 12: Εξέλιξη του εισοδήματος σε τρέχουσες τιμές αγοράς, EE-27, 2009-2019
(2009 = 100)
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp)

Κατανάλωση νοικοκυριών

Η καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών αντιπροσώπευε τουλάχιστον το ήμισυ του ΑΕΠ (σε τρέχουσες τιμές αγοράς) το 2019 σε 17 κράτη μέλη της ΕΕ-27· το ποσοστό αυτό ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα (65,2 %) και στην Κύπρο (63,9 %). Αντιθέτως, ήταν χαμηλότερο στο Λουξεμβούργο (27,8 %) που όμως είχε, με μεγάλη διαφορά, την υψηλότερη μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο ( 23 010 ΜΑΔ) — βλέπε πίνακα 6 — ακόμη και μετά την προσαρμογή ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές στα επίπεδα των τιμών μεταξύ των κρατών μελών.

Πίνακας 6: Καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών, 2009, 2014 και 2019
Πηγή: Eurostat (nama_10_gdp) και (nama_10_pc)

Εκτός από το Λουξεμβούργο, η μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο σε όρους ΜΑΔ ήταν επίσης σχετικά υψηλή το 2019 στην Aυστρία (19 990 ΜΑΔ) και στη Γερμανία (19 450 ΜΑΔ). Στο άλλο άκρο, η Βουλγαρία ήταν το μόνο κράτος μέλος της ΕΕ-27 που ανέφερε ότι η μέση καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο ήταν χαμηλότερη από 10 000 ΜΑΔ.

Η ανάλυση των πραγματικών εξελίξεων της μέσης καταναλωτικής δαπάνης ανά κάτοικο σε όρους ευρώ (με βάση αλυσιδωτό δείκτη όγκου) κατά την περίοδο 2014-2019 δείχνει ότι η ταχύτερη αύξηση καταγράφηκε στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στην Ουγγαρία και στη Λιθουανία. Η Αυστρία κατέγραψε τη χαμηλότερη αύξηση στην καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών ανά κάτοικο, κατά μέσο όρο κατά 0,4 % ετησίως κατά την περίοδο από το 2014 έως το 2019, ενώ αυξήσεις κατά μέσο όρο μικρότερο του 1,0 % ετησίως καταγράφηκαν επίσης στο Λουξεμβούργο (0,5 %) και στην Ελλάδα (0,8 %).

Πηγή δεδομένων για πίνακες και γραφήματα

Πηγές δεδομένων

Το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών (ΕΣΛ) παρέχει τη μεθοδολογία για τους εθνικούς λογαριασμούς στην ΕΕ. Η τρέχουσα έκδοση, ESA 2010 (στα αγγλικά), εγκρίθηκε τον Μάιο του 2013 και εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο του 2014. Είναι πλήρως συμβατή με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες γραμμές για τους εθνικούς λογαριασμούς 2008 SNA. Σημειωτέον ότι τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ-27 πραγματοποίησαν αναθεώρηση αναφοράς κατά την περίοδο Αυγούστου-Οκτωβρίου 2019. Για περισσότερες λεπτομέρειες, μπορείτε να συμβουλευτείτε τον ιστότοπο της Eurostat και ειδικότερα αυτό το έγγραφο.

ΑΕΠ και κύριες συνιστώσες

Tα κύρια μακροοικονομικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών συγκεντρώνονται από θεσμικές μονάδες, ιδίως μη χρηματοδοτικές ή χρηματοδοτικές εταιρείες, τη γενική κυβέρνηση, τα νοικοκυριά και μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ).

Τα στοιχεία του τομέα των εθνικών λογαριασμών περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις συνιστώσες του ΑΕΠ, την απασχόληση, τα συγκεντρωτικά μεγέθη της τελικής κατανάλωσης και την αποταμίευση. Πολλές από τις μεταβλητές αυτές υπολογίζονται σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση.

Το ΑΕΠ είναι η κεντρική μονάδα μέτρησης των εθνικών λογαριασμών, που συνοψίζει την οικονομική θέση μιας χώρας (ή μιας περιφέρειας). Μπορεί να υπολογιστεί μέσω διαφορετικών προσεγγίσεων: της προσέγγισης εκροών, της προσέγγισης δαπανών και της προσέγγισης εισοδήματος.

Η ανάλυση του ΑΕΠ ανά κάτοικο απομακρύνει την επιρροή του απόλυτου μεγέθους του πληθυσμού, διευκολύνοντας τις συγκρίσεις μεταξύ διαφόρων χωρών. Το ΑΕΠ ανά κάτοικο είναι ένας ευρύς οικονομικός δείκτης του επιπέδου διαβίωσης. Τα στοιχεία για το ΑΕΠ σε εθνικά νομίσματα μπορούν να μετατρέπονται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ΜΑΔ) χρησιμοποιώντας ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης (ΙΑΔ) που αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη κάθε νομίσματος, αντί να χρησιμοποιούνται αγοραίες συναλλαγματικές ισοτιμίες· με τον τρόπο αυτό, εξαλείφονται οι διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών. Ο δείκτης όγκου του ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ εκφράζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 ( ο οποίος έχει οριστεί σε 100). Εάν ο δείκτης μίας χώρας είναι υψηλότερος/χαμηλότερος από 100, το επίπεδο του ΑΕΠ ανά κάτοικο της συγκεκριμένης χώρας βρίσκεται πάνω/κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27· ο δείκτης αυτός προορίζεται για συγκρίσεις μεταξύ χωρών και όχι χρονικές συγκρίσεις.

Ο υπολογισμός του ετήσιου ποσοστού αύξησης του ΑΕΠ με χρήση αλυσιδωτών δεικτών όγκου (πραγματικές μεταβολές) αποσκοπεί στο να καθίστανται δυνατές οι συγκρίσεις της δυναμικής της οικονομικής ανάπτυξης, τόσο χρονικά όσο και ανάμεσα σε οικονομίες διαφορετικών μεγεθών, ανεξάρτητα από τα επίπεδα των τιμών.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Η οικονομική παραγωγή μπορεί επίσης να αναλυθεί ανά δραστηριότητα. Στο πλέον μακροοικονομικό επίπεδο ανάλυσης που χρησιμοποιείται για τους εθνικούς λογαριασμούς, προσδιορίζονται 10 τίτλοι της NACE: γεωργία, δάση και αλιεία· βιομηχανία· κατασκευές· διανεμητικό εμπόριο, μεταφορές, υπηρεσίες στέγασης και εστίασης· υπηρεσίες πληροφοριών και επικοινωνιών· χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες· δραστηριότητες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας· επαγγελματικές, επιστημονικές, τεχνικές, διοικητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες υποστήριξης· δημόσια διοίκηση, άμυνα, εκπαίδευση, ανθρώπινη υγεία και κοινωνική μέριμνα· τέχνες, ψυχαγωγία, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, άλλες υπηρεσίες και δραστηριότητες εγχώριων και εξωχώριων οργανισμών και φορέων.

Η ανάλυση της παραγωγής ανά δραστηριότητα με την πάροδο του χρόνου μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση μιας μονάδας μέτρησης όγκου (πραγματικές αλλαγές), με άλλα λόγια, μέσω του αποπληθωρισμού της αξίας της παραγωγής ώστε να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις των μεταβολών της τιμής· κάθε δραστηριότητα αποπληθωρίζεται μεμονωμένα ώστε να αντικατοπτρίζονται οι μεταβολές των τιμών των συναφών της προϊόντων.

Μια περαιτέρω δέσμη στοιχείων εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της ανάλυσης της ανταγωνιστικότητας, ιδίως δείκτες που συνδέονται με την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, όπως μέτρα της παραγωγικότητας της εργασίας. Τα μέτρα της παραγωγικότητας που είναι εκφρασμένα σε ΜΑΔ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ ανά απασχολούμενο έχει στόχο να δώσει μια συνολική εικόνα της παραγωγικότητας των εθνικών οικονομιών. Δεν πρέπει να λησμονείται, ωστόσο, ότι το μέτρο αυτό εξαρτάται από τη δομή της συνολικής απασχόλησης και μπορεί, για παράδειγμα, να περιοριστεί από τη μετάβαση από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση. Το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας δίνει σαφέστερη εικόνα της παραγωγικότητας, δεδομένου ότι η συχνότητα της μερικής απασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ χωρών και δραστηριοτήτων.

Ετήσιες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες των νοικοκυριών είναι διαθέσιμες από τους εθνικούς λογαριασμούς που καταρτίζονται μέσω μακροοικονομικής προσέγγισης. Μια εναλλακτική πηγή για την ανάλυση των δαπανών των νοικοκυριών είναι η έρευνα για τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών (HBS): οι πληροφορίες της έρευνας αυτής λαμβάνονται ζητώντας από τα νοικοκυριά να τηρούν ημερολόγιο των αγορών τους και είναι πολύ πιο αναλυτικές όσον αφορά την κάλυψη των προϊόντων και των υπηρεσιών, καθώς και των τύπων κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης που δημοσιοποιούνται. Η HBS διεξάγεται και δημοσιεύεται μόνο κάθε πέντε χρόνια: το τελευταίο έτος αναφοράς για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία είναι το 2015, αν και (κατά τη στιγμή της σύνταξης του εγγράφου) δεν είναι ακόμη διαθέσιμα δεδομένα για δύο από τα κράτη μέλη της ΕΕ-27 (Δανία και Γαλλία).

Πλαίσιο

Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλοι οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χρειάζονται ένα σύνολο συγκρίσιμων και αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων επί των οποίων θα βασίζουν τις αποφάσεις τους. Οι εθνικοί λογαριασμοί μπορούν να χρησιμοποιηθούν για διάφορους τύπους ανάλυσης και αξιολόγησης. Η χρήση διεθνώς αποδεκτών εννοιών και ορισμών καθιστά δυνατή την ανάλυση διαφορετικών οικονομιών, όπως τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών της ΕΕ, ή μια σύγκριση μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών.

Επιχειρηματικός κύκλος και ανάλυση της μακροοικονομικής πολιτικής

Μια από τις κύριες χρήσεις των στοιχείων των εθνικών λογαριασμών συνδέεται με την ανάγκη να δοθεί υποστήριξη στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και στην επίτευξη των στόχων της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ) με υψηλής ποιότητας βραχυπρόθεσμες στατιστικές που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση των μακροοικονομικών εξελίξεων και τη διαμόρφωση συμβουλών για τη μακροοικονομική πολιτική. Για παράδειγμα, μια από τις βασικότερες και πιο μακροχρόνιες χρήσεις των εθνικών λογαριασμών είναι ο ποσοτικός προσδιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, με απλά λόγια, της αύξησης του ΑΕΠ. Τα βασικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται, ιδίως, για την ανάπτυξη και την παρακολούθηση μακροοικονομικών πολιτικών, ενώ τα λεπτομερή στοιχεία των εθνικών λογαριασμών μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την κατάρτιση τομεακών ή κλαδικών πολιτικών, ιδίως με ανάλυση των πινάκων εισροών-εκροών.

Από την αρχή της ΟΝΕ το 1999, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (EΚΤ) είναι από τους κύριους χρήστες των εθνικών λογαριασμών. Η στρατηγική της ΕΚΤ για την εκτίμηση των κινδύνων για τη σταθερότητα των τιμών βασίζεται σε δύο αναλυτικές διαστάσεις, οι οποίες καλούνται «οι δύο πυλώνες»: οικονομική ανάλυση και νομισματική ανάλυση. Συνεπώς, ένας μεγάλος αριθμός νομισματικών και χρηματοοικονομικών δεικτών αξιολογείται σε σχέση με άλλα σχετικά στοιχεία που επιτρέπουν τον συνδυασμό νομισματικής, χρηματοοικονομικής και οικονομικής ανάλυσης, για παράδειγμα, τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη των εθνικών λογαριασμών. Με τον τρόπο αυτό οι νομισματικοί και οι χρηματοοικονομικοί δείκτες μπορούν να αναλυθούν στο πλαίσιο της υπόλοιπης οικονομίας.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις. Η ΕΕ έχει ετήσιο κύκλο συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που καλείται Eυρωπαϊκό Εξάμηνο. Κάθε χρόνο, η Eυρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει λεπτομερή ανάλυση των σχεδίων των κρατών μελών της ΕΕ για δημοσιονομικές, μακροοικονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και παρέχει συστάσεις ανά χώρα για τους επόμενους 12-18 μήνες.

Η Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων παρουσιάζει επίσης τις μακροοικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής forecasts τέσσερις φορές τον χρόνο (το φθινόπωρο, τον χειμώνα, την άνοιξη και το καλοκαίρι), σε συντονισμό με τον ετήσιο κύκλο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Οι προβλέψεις αυτές καλύπτουν όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ προκειμένου να εξαχθούν προβλέψεις για τη ζώνη του ευρώ και την ΕΕ, και συχνά περιλαμβάνουν επίσης προβλέψεις για τις υποψήφιες χώρες, καθώς και για ορισμένες τρίτες χώρες.

Η ανάλυση των δημόσιων οικονομικών μέσω των εθνικών λογαριασμών είναι άλλη μια καθιερωμένη χρήση αυτών των στατιστικών. Στο εσωτερικό της ΕΕ έχει αναπτυχθεί μια ειδική εφαρμογή σε σχέση με τα κριτήρια σύγκλισης για την ΟΝΕ, δύο από τα οποία αναφέρονται ευθέως στα δημόσια οικονομικά. Τα κριτήρια αυτά καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, δηλαδή του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ· βλέπε το άρθρο για τις στατιστικές δημόσιων οικονομικών για περισσότερες πληροφορίες.

Περιφερειακές, διαρθρωτικές και τομεακές πολιτικές

Εκτός από την ανάλυση του οικονομικού κύκλου και της μακροοικονομικής πολιτικής, υπάρχουν άλλες χρήσεις των στοιχείων των ενωσιακών εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών στις πολιτικές, ιδίως όσον αφορά περιφερειακά, διαρθρωτικά και τομεακά ζητήματα.

Η κατανομή των δαπανών για τα διαρθρωτικά ταμεία βασίζεται εν μέρει σε περιφερειακούς λογαριασμούς. Επιπλέον, οι περιφερειακές στατιστικές χρησιμοποιούνται για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της περιφερειακής πολιτικής και της πολιτικής συνοχής.

Μια οικονομία στην υπηρεσία των ανθρώπων αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα για την ΕΕ και τα κράτη μέλη. Για την υποστήριξη αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων, εφαρμόζονται κοινές πολιτικές σε όλους τους τομείς της ενωσιακής οικονομίας, ενώ τα κράτη μέλη υλοποιούν τις δικές τους εθνικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξάγει οικονομικές αναλύσεις που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ) με ανάλυση της αποδοτικότητας των διαφόρων μηχανισμών στήριξης της ΚΓΠ και με ανάπτυξη μακροπρόθεσμης προοπτικής. Σε αυτά περιλαμβάνονται έρευνα, αναλύσεις και εκτιμήσεις επιπτώσεων σχετικά με θέματα που αφορούν τη γεωργία και την αγροτική οικονομία στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες, εν μέρει με τη χρήση των οικονομικών λογαριασμών της γεωργίας.

Ορισμός στόχων, συγκριτική ανάλυση και συνεισφορές

Οι πολιτικές στο εσωτερικό της ΕΕ θέτουν ολοένα και περισσότερο μεσοπρόθεσμους ή μακροπρόθεσμους στόχους, είτε δεσμευτικούς είτε όχι. Για κάποιους από αυτούς, το επίπεδο του ΑΕΠ χρησιμοποιείται ως παρονομαστής συγκριτικής ανάλυσης· για παράδειγμα, ο καθορισμός στόχου για τις δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη σε επίπεδο 3,00 % του ΑΕΠ (που είναι ένας από τους στόχους της στρατηγικής «Ευρώπη 2020»).

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης για τον καθορισμό των πόρων της ΕΕ, με τους βασικούς κανόνες που ορίζονται σε απόφαση του Συμβουλίου. Tο συνολικό ποσό των ιδίων πόρων που χρειάζονται για τη χρηματοδότηση του ενωσιακού προϋπολογισμού καθορίζεται από τις συνολικές δαπάνες μείον τα άλλα έσοδα, ενώ το ανώτατο μέγεθος των ιδίων πόρων συνδέεται με το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της ΕE.

Πέρα από τη χρήση τους για τον καθορισμό των δημοσιονομικών συνεισφορών στο εσωτερικό της ΕE, τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών χρησιμοποιούνται και για τον καθορισμό των συνεισφορών σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ). Οι συνεισφορές στον προϋπολογισμό του ΟΗΕ βασίζονται στο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα μαζί με διάφορες προσαρμογές και όρια.

Αναλυτές και προγνώστες

Οι εθνικοί λογαριασμοί χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως από τους αναλυτές και τους ερευνητές για να εξετάσουν την οικονομική κατάσταση και τις εξελίξεις. Οι κοινωνικοί εταίροι, όπως οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων (π.χ. εμπορικές ενώσεις) ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (π.χ. συνδικαλιστικές οργανώσεις), δείχνουν επίσης ενδιαφέρον για τους εθνικούς λογαριασμούς για σκοπούς ανάλυσης των εξελίξεων που επηρεάζουν τις εργασιακές σχέσεις. Μεταξύ των λοιπών χρήσεων, οι ερευνητές και οι αναλυτές χρησιμοποιούν τους εθνικούς λογαριασμούς για ανάλυση του επιχειρηματικού κύκλου, ανάλυση των μακροχρόνιων οικονομικών κύκλων και σύνδεσή τους με τις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις.

Direct access to

Other articles
Tables
Database
Dedicated section
Publications
Methodology
Visualisations




Κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του ΑΕΠ (t_nama_10_ma)
Βοηθητικοί δείκτες (πληθυσμός, κατά κεφαλή ΑΕΠ και παραγωγικότητα) (t_nama_10_aux)
Βασικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ και της απασχόλησης (κατά οικονομικό κλάδο και περιουσιακά στοιχεία) (t_nama_10_bbr)
Αναλυτικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ (κατά οικονομικό κλάδο και σκοπό κατανάλωσης) (t_nama_10_dbr)
Περιφερειακοί οικονομικοί λογαριασμοί - EΣΛ 2010 (t_nama_10reg)
Κύρια μακροοικονομικά μεγέθη του ΑΕΠ (nama_10_ma)
Βοηθητικοί δείκτες (πληθυσμός, κατά κεφαλή ΑΕΠ και παραγωγικότητα) (nama_10_aux)
Βασικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ και της απασχόλησης (κατά οικονομικό κλάδο και περιουσιακά στοιχεία) (nama_10_bbr)
Αναλυτικές κατανομές των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών του ΑΕΠ (κατά οικονομικό κλάδο και σκοπό κατανάλωσης) (nama_10_dbr)
Κατανομές μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων κατά είδος, οικονομικό κλάδο και τομέα (nama_10_nfa)
Περιφερειακοί οικονομικοί λογαριασμοί (nama_10reg)

Αρχεία μεταδεδομένων ESMS

Εγχειρίδια μεθοδολογίας

Άλλες μεθοδολογικές πληροφορίες

Σημειώσεις

*Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και είναι σύμφωνη με την απόφαση 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου.